Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας: Τα καουτσούκια    

1338

Πολλοί συνομήλικοι συναγωνιστές της παλιάς καλής μας φτώχειας, (η αντίστοιχη της σήμερον φτώχεια είναι κορυφαία τραγωδία), αρέσκονται να μιλούν για το φως και τη χαρά της πάλαι ποτέ παιδικής ξυπολησιάς και ν΄ αναρτούν σχετικές φωτογραφίες. Εγώ επειδή δεν έχω προσωπικές αντίστοιχες φωτογραφίες, κάθισα κι έγραψα για τούτο το ανέσπερον φως της φτώχειας και της παπουτσικής μου τυράγνιας.

Ο Κολόμβος από τους ιθαγενείς του Ισημερινού μας έφερε το είδος και τη λέξη που διεθνώς λέμε καουτσούκ. Στο μεσοπόλεμο η βιομηχανική επανάσταση εισέβαλε στα κεφαλοχώρια της Ευρυτανίας και -εκτός των άλλων- μας έφερε το εξωτικό φυσικό καουτσούκ. Κατ΄ αρχήν ήρθε έμμεσα με τα λάστιχα των αυτοκινήτων. Ο κάθε σοβαρός ιθαγενής νοικοκύρης στο κασελάκι των μαστορεμάτων του είχε ένα κομμάτι ρόδα με λινά, για τις διάφορες μικροκατασκευές του και κυρίως για να σολιάζει τα γουρουνοτσάρουχά του. Μεταπολεμικά κατέκλυσαν την αγορά τα λαστιχένια παπούτσια, τα οποία έστειλαν τα γουρουνοτσάρουχα στο μουσείο.

Προσωπικά έζησα το ιστορικό μεταίχμιο, που η πλέμπα περνούσε από τα γουρουνότσαρουχα στα λαστιχένια παπούτσια. Ταυτόχρονα τα νοικοκυρόπαιδα περνούσαν από τα βαριά μαστόρικα παπούτσια με την προκαδούρα στα ελαφρά και μοντέρνα σκαρπίνια του εμπορίου. Στην ιστορική εκπνοή των λαστιχένιων εμφανίστηκαν και πόδεσαν την πλέμπα κάτι σκαρπινοειδή νάιλον, που σφράγισαν τη μνήμη μας, ως τα πιο βρωμερά παπούτσια όλων των εποχών.

Η ποδεσιά μας ήταν μια από τις πιο σοβαρές ταξικές μας σφραγίδες, με τις οποίες έκλεινε και σφράγιζε τις πόρτες της η καλή κοινωνία -τηρουμένων πάντα των αναλογιών- και το χειρότερο με αυτά τα κλειδιά δεν άνοιγε καμία καρδιά νεάνιδος, όχι βέβαια της απέναντι πλευράς, αλλά ούτε και από τη συμπάσχουσα ομοταξία των θηλυκών. Έτσι πορευτήκαμε γυμνοί (γιαμνοί το λέγαμε στο δικό μας γλωσσάρι) και ξ΄πόλητ΄.

Την εποχή που οι μικροαστόπαιδες των πόλεων, ακολουθώντας τα πρότυπα του Τζέιμς Ντιν, που διαφήμιζε ο αναπτυγμένος αμερικάνικος καπιταλισμός, σουλάτσερναν στην ερωτική αγορά με τις κομψές και αθλητικές Ελβιέλες τους, δηλ τα αντίστοιχα σπορτέξ της σήμερον, οι βουκολόπαιδες των βουνών έσερναν στα πόδια τους τα άθλια μαύρα καουτσούκια. Ελβιέλες κι αυτές αλλά με μασίφ βρωμολάστιχο, που μόνο αισθητική αθλιότητα και ερωτικό όνειδος προσπόριζαν στον κομψευόμενο της ορεινής ερωτικής αγοράς. Οι αστικές ελβιέλες έφταναν σε μας σαν φτηνά πάνινα παπούτσια, που μια μέρα να ποδοβολούσαμε μ΄ αυτά στα κράκουρα και στις λάσπες, γυρίζαμε σπίτι ξυπόλητοι.

Είχα ξεσκολίσει το Δημοτικό όταν «ονεύς», στο γάιδαρο καβάλα, διάβαινα την πλατεία με τα πόδια μου φορτωμένα το ελβιελικόν άγος, να αιωρούνται περήφανα στην κοιλιά του ανεβάσταγου ερωτικού θηρίου, του βαρβατογάιδαρου Κίτσιου. Βλέποντας να πλησιάζουν δυο ερωτόπλαστες ποιμενίδες, ποδεμένες κι αυτές με καουτσούκια, αυθωρεί ξυπολήθηκα και τα πόδια μου κρέμονταν από το σαμάρι τσουραπάτα και ίσως ξώφτερνα, ήγουν με τις πατάκες (=γυμνές φτέρνες) σε κοινή θέα. Την ίδια εποχή στις πόλεις έπαιζε η διαφήμιση: «Eλβιέλα θα φορέσω στα κορίτσια για ν΄ αρέσω».