Με ανακοίνωσή της η ΕΛΜΕ Ευρυτανίας αντιδρά για το νέο σχέδιο νόμου του Υπουργείου Παιδείας. Χαρακτηριστικά αναφέρουν:
Το σχέδιο Νόμου που έχει κατατεθεί για διαβούλευση από την Υπουργό Παιδείας κ. Νίκη Κεραμέως συνεχίζει τη μακρά παράδοση της τελευταίας δεκαετίας να «φέρνει» ο εκάστοτε Υπουργός τα νομοθετήματα για την εκπαίδευση σε περιόδους που τα σχολεία είναι κλειστά.
Η κ. Κεραμέως και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ξεπέρασαν όμως κάθε προηγούμενο βάζοντας σε διαβούλευση το σχέδιο νόμου μέσα στις σημερινές συνθήκες της πανδημίας, του αναγκαστικού εγκλεισμού και της άρσης άσκησης κάθε συνδικαλιστικού δικαιώματος, περιφρονώντας και παραβιάζοντας ακόμη και τους στοιχειώδεις κανόνες δημοκρατικής λειτουργίας και διαλόγου.
Το νομοσχέδιο που κυοφορείτο 9 μήνες έφερε στο φως ό,τι πιο παλιό, αντιδραστικό και αντιεκπαιδευτικό θα μπορούσε να φέρει. Αποτελεί μια καθαρή στροφή σε ξεπερασμένες θεωρήσεις της εκπαίδευσης, χωρίς κανένα περιεχόμενο εκπαιδευτικό, παιδαγωγικό, δημιουργικό και καινοτόμο.
Είναι ένα νομοσχέδιο απόλυτα συντηρητικό και αντιεκπαιδευτικό.
Η εκπαιδευτική και μαθησιακή διαδικασία, τα αναλυτικά προγράμματα, οι σκοποί και οι στόχοι των μαθημάτων, ο εξοπλισμός των σχολείων, η επιμόρφωση και η επαγγελματική ανάπτυξη των εκπαιδευτικών, η παροχή ίσων ευκαιριών για όλους τους μαθητές, η είσοδος του ελληνικού σχολείου στην νέα εποχή αφήνουν εντελώς αδιάφορο το Υ.ΠΑΙ.Θ., και μάλιστα σε μια περίοδο που η εξ αποστάσεως εκπαίδευση απέδειξε τη γύμνια των επίσημων δομών και τα ισχυρά αντανακλαστικά και το υψηλό αίσθημα ατομικής και συλλογικής επαγγελματικής ευθύνης των εκπαιδευτικών. Το Υ.ΠΑΙ.Θ. ενδιαφέρεται μόνο για αποτελέσματα και μόνο για τα αποτελέσματα εκείνα που είναι μετρήσιμα. Για αυτό και εξαντλεί τις παρεμβάσεις του σε αύξηση του αριθμού των εξετάσεων, σε αριθμό ή αλλαγή εξεταζομένων μαθημάτων, χωρίς αιτιολόγηση, χωρίς στοχοθεσία, προκειμένου να ικανοποιήσει το συντηρητικό πολιτικό του ακροατήριο με την αυστηροποίηση του συστήματος.
Στο ίδιο πλαίσιο η επαναφορά της Τράπεζας Θεμάτων, απεκδυόμενη από οποιοδήποτε ρόλο παροχής βοήθειας στο εκπαιδευτικό έργο, προορίζεται φανερά να παίξει επιπλέον ρόλο ελεγκτικό και να δυσκολέψει περαιτέρω τη διαδικασία εξέτασης των μαθητών.
Το Υ.ΠΑΙ.Θ. ποσοτικοποιεί τα πάντα σε έτοιμες φόρμες αξιολόγησης που αναρτώνται urbi et orbi, με στόχο να εκθέσει τους «κακούς» εκπαιδευτικούς και τα αναποτελεσματικά σχολεία σε μια λογική ελεύθερης αγοράς για το πιο σπουδαίο συλλογικό αγαθό. Τα πραγματικά αποτελέσματα του σχολείου και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά δεν το αφορούν. Με αυτό το πνεύμα επαναφέρει την αξιολόγηση του σχολείου και του εκπαιδευτικού με τρόπο συγκεντρωτικό, τρόπο που αγνοεί την πραγματικότητα και που έχει σαν στόχο όχι να βρει τα κακώς κείμενα και να τα θεραπεύσει αλλά να ενοχοποιήσει τον εκπαιδευτικό.Σε καμία περίπτωση δε λαμβάνονται υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και οι ανάγκες του κάθε σχολείου και του μαθητικού δυναμικού του. Το Υ.ΠΑΙ.Θ. καμία ευθύνη δεν αναλαμβάνει για την απαραίτητη αναβάθμιση του τεχνολογικού εξοπλισμού και των υλικοτεχνικών υποδομών των σχολείων. Καμία δέσμευση δεν υπάρχει για έγκαιρες προσλήψεις αναπληρωτών και διορισμούς μονίμων εκπαιδευτικών, σαν όλα αυτά να μην παίζουν ρόλο στα αποτελέσματα του σχολείου.Εκπαιδευτικοί,γονείς και παιδιά είναι εύκολο να καταλάβουμε ότι η κατηγοριοποίηση των σχολείων είναι προ των πυλών.
Tο νομοσχέδιο αποτελεί μια κακή και πρόχειρη συρραφήπαλιότερων νόμων και Προεδρικών Διαταγμάτων. Στραμμένο στο πιο συντηρητικό παρελθόν επαναφέρει την αναγραφή της διαγωγής στους απολυτήριους τίτλους. Ένα μέτρο αναχρονιστικό και αντιπαιδαγωγικό που ανακαλεί μνήμες από τις ζοφερότερες μέρες της εκπαιδευτικής ιστορίας.
Ο σχολικός κανονισμός, όπως επιβάλλεται από το Υπουργείο με τη συμμετοχή εκπροσώπου του Δήμου και την έγκριση του συντονιστή παιδαγωγικής ευθύνης και του Διευθυντή Εκπαίδευσης, επιτείνει τον συγκεντρωτικό χαρακτήρα της εκπαίδευσης και την άσκηση ασφυκτικού ελέγχου στα σχολεία.
Εισάγει το νομοσχέδιο τον θεσμό του Εκπαιδευτικού Εμπιστοσύνης, μεταφυτεύοντας έναν ξενόφερτο θεσμό χωρίς επεξεργασία και με σαφή διάθεση να μετακυλήσει την ανάγκη για υποστήριξη επιστημονική και εξειδικευμένη στο εκπαιδευτικό προσωπικό, χωρίς πιθανόν να προχωρήσει στην απολύτως απαραίτητη πρόσληψη ψυχολόγων και κοινωνικών λειτουργών τους οποίους έχουν ανάγκη τα σχολεία. Ξεχνούν στο Υ.ΠΑΙ.Θ. αυτό που γνωρίζουν όσοι και όσες πέρασαν από τα θρανία, στο ελληνικό σχολείο όλοι οι εκπαιδευτικοί είναι εκπαιδευτικοί εμπιστοσύνης.
Εκεί όμως το Υ.ΠΑΙ.Θ. δεν μπορεί να κρύψει υπό κανένα μανδύα επικοινωνιακού χαρακτήρα την ταξική του αντίληψη για την εκπαίδευση και τη διάθεσή του για ιδιωτικοποίηση του Δημόσιου σχολείου είναι οι διατάξεις που αφορούν το μέγιστο όριο ηλικίας για την εγγραφή στα ΕΠΑ.Λ. Το νομοσχέδιο καθορίζει τα 17 έτη για την εγγραφή μαθητών στα ημερήσια ΕΠΑ.Λ. Όπως αναφέρεται μάλιστα στην αιτιολογική έκθεση ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται: α) για την αποτελεσματικότερη πρόληψη φαινομένων ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού και β) επιχειρείται παράλληλα η σταδιακή αποσυμφόρηση, από σκοπιάς μαθητικού δυναμικού. Η κυβέρνηση δηλαδή με βίαιο, αντιπαιδαγωγικό και υποκριτικό τρόπο επιχειρεί τη μείωση του μαθητικού δυναμικού.Τα παραπάνω καταδεικνύουν την αντιδραστική νοοτροπία και το «όραμα» της κυβέρνησης της Ν.Δ. για την Τεχνική Εκπαίδευση (και όχι μόνο για αυτή) με τους νέους να οδηγούνται στην κατάρτιση, μέσω ιδιωτικών Ι.Ε.Κ., αντί για την Εκπαίδευση.
Για όλα αυτά και για όσα δεν μπορούν να περιληφθούν σε μια ανακοίνωση απορρίπτουμε το περιεχόμενο του νομοσχεδίου ως απαράδεκτο και αναχρονιστικό, απαιτούμε την απόσυρσή του και καταγγέλλουμε την ίδια την πολιτική επιλογή της κατάθεσής του εν μέσω πανδημίας ως βαθιά αντιδημοκρατική.