Η εστία. Χρονογραφήματα. Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς

10626

Αυτή την εποχή καπνοί καυσοξύλων αναθρώσκουν από τις καμινάδες των καρπενησιώτικων σπιτιών. Το πάλαι κυρίαρχο πετρέλαιο υποχώρησε κατά κράτος. Έχουμε να κάνουμε με μια αναστροφή στην παραδοσιακή αξία των καυσόξυλων. Η πανάρχαια ανανεώσιμη “πράσινη” ενέργεια ντουχνιάζει και φέτος το αμόλυντο φυσικό μας περιβάλλον.

Η χρήση -και όχι η ανακάλυψη- της φωτιάς χάνεται στα βάθη της παλαιολιθικής εποχής. Από τότε μέχρι τις τελευταίες μέρες του ποιμενικού πολιτισμού, που και μεις ζήσαμε, λίγα πράγματα άλλαξαν στη χρήση της.

Εστία ήταν ο χώρος, που άναβαν τη φωτιά. Οι πρωτόγονοι -αλλά και οι αγραυλούντες ποιμένες- την άναβαν ή κάτω από τον έλατο που απάγκιαζαν, ή στη μέση της σπηλιάς που λούφαζαν ή στο μέσον του πρόχειρου καλυβιού τους. Και οι μεν και οι δε, τα ίδια μακριά ξύλα έκαιγαν, με το ίδιο τρόπο ζεσταίνονταν και με τον ίδιο τρόπο κοιμούνταν γύρω από τη φωτιά. Τα πόδια πάντα προς το μέσα μέρος –και κοντά στη φωτιά- του υπνώτοντος ανθρωποκύκλου.

Την εποχή του χαλκού προέκυψε η πρώτη διαφορά. Πάνω από τη φωτιά άρχισε να βράζει το κακάβι με το φαγητό τους.

Το μονόχωρο σπιτοκάλυβο, με το τζάκι στη μέση, ήταν ο κυρίαρχος τύπος του λαϊκού σπιτιού, μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα. Στο χωριό μου αχνοθυμάμαι το τελευταίο τέτοιο σπίτι. Στη Δομνίστα μελέτησα αυτό το τζάκι, που βρισκόταν στη μέση του ανωγείου ενός μεγάλου μονόχωρου δίπατου σπιτιού.

Το τζάκι, όντας στη μέση του σπιτιού, δεν είχε καμινάδα. Ο αναθρώσκων καπνός, αφού πρώτα πλημμύριζε όλο τον εσωτερικό χώρο, έβγαινε από μια στεγασμένη τρύπα της σκεπής ή από τις πάμπολλες χαραμάδες της. Αυτό λύθηκε όταν το τζάκι τοποθετήθηκε στην άκρη του σπιτιού, με την εντοιχισμένη του καμινάδα.

Ήταν αποκάλυψη για μένα όταν κατάλαβα ότι και σήμερα αν σχεδίαζα το σπίτι μου, με κείνες τις συνθήκες, το τζάκι θα το έβαζα στη μέση του σπιτιού μου. Ήταν η καλύτερη λύση κι ας ντούχνιαζε το σπίτι με καπνό.

Μ΄ αυτό το τζάκι και με καύσιμο τα ξύλα των λόγγων μας, εκατοντάδες γενεών ζεστάθηκαν, στέγνωσαν κι έφαγαν μαγειρεμένο φαγητό. Δεν ξέρω στο μέλλον, πόσες γενεές θα συνεχίσουν να ζεσταίνονται με τζάκια, ξυλόσομπες και ξυλολέβητες, καίγοντας κι αυτές τα ξύλα των λόγγων μας, ξέρω όμως πως όταν μας βρίσκει το κακό των παντοειδών κρίσεων, θα επιστρέφουμε στο δάσος, σ΄ αυτό που οφείλουμε την ύπαρξή μας.