Όνομα: Κεχριμπάρη Μαρία
Γένος: Σώκου
Τόπος Κατοικίας: Καρπενήσι
Τόπος Καταγωγής: Δομνίστα
Ιδιότητα: Συνταξιούχος, εργάτρια, αγρότισσα, κτηνοτρόφος,
μητέρα τριών παιδιών και γιαγιά πέντε εγγονιών
Αυτή την εβδομάδα η σελίδα του Ευρυτάνα της Εβδομάδας ανήκει σε μια απλή γυναίκα, μια αγωνίστρια της καθημερινότητας, μια κλασική Στερεοελλαδίτισσα μητέρα και γιαγιά, την κα Μαρία Κεχριμπάρη. Η επιλογή της από μια άποψη είναι τυχαία, μιας και αντιπροσωπεύει μια γενιά και μια κατηγορία γυναικών, με στοιχεία αναφοράς πανομοιότυπα, αλλά από μια άλλη άποψη καθόλου τυχαία, αφού μέσα από τις διηγήσεις της ζωής της, περνά όλη η πολεμική και μεταπολεμική Ελλάδα και μέσα από την ίδια την ροή της ζωής ξεδιπλώνεται όλη η περιπέτεια της Ελλάδας και των Ελλήνων, από τα μαύρα χρόνια, στην αναγέννηση, στη φαινομενική τουλάχιστον ακμή και σήμερα στην παρακμή. Αλλά και για τον τόπο μας οι διηγήσεις της κας Μαρίας, συνθέτουν ένα ιστορικό μωσαϊκό, για τον μετασχηματισμό της Ευρυτανίας από αγροτική και κτηνοτροφική περιοχή, σε ένα σχεδόν αστικό τόπο. Διαβάζοντας την ιστορία της, όπως μας την αφηγήθηκε, οι λίγο μεγαλύτεροι σίγουρα θα ανασύρουν κάποια δική τους ανάμνηση, εμπειρία ή διήγηση των προγενεστέρων τους. Για τους νεότερους ίσως οι ιστορίες που θα ακολουθήσουν να μην λένε απολύτως τίποτα και ίσως να αποτελούν ένα κομμάτι της ιστορίας που δεν είναι ευχάριστο να ξέρουμε ότι υπήρχε. Για όλους όμως αυτές οι διηγήσεις, για μια Ελλάδα που άλλαξε τα τελευταία 70-80 χρόνια, και με δεδομένη την σημερινή κρίσιμη κατάσταση, θα έπρεπε ίσως να μας μαρτυρήσουν ότι μέσα στους κύκλους της ζωής, όταν πραγματικά μοχθείς και αδιάκοπα εργάζεσαι και μέσα σε δυσκολίες, μπορείς να καταφέρεις πολλά.
Τα παιδικά χρόνια
Γεννήθηκα σχεδόν μέσα στον πόλεμο στην Δομνίστα. Ήμασταν τρία παιδιά και η μάνα μου έχασε άλλα δύο σε ηλικίες ενός και επτά ετών. Τα χρόνια ήταν φτωχικά για όλους και τα βγάζαμε πέρα με αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές. Όταν ήμουν πέντε ετών φύγαμε από το χωριό και πήγαμε στο Αγρίνιο, γιατί ο πατέρας μου ήταν αντάρτης και φυλακίστηκε στην Μακρόνησο. Όσον καιρό έμεινε εκεί, η μάνα μου προτίμησε να φύγουμε γιατί ακόμα και ο αδερφός της που ήταν δεξιός μας κυνηγούσε, εξαιτίας του πατέρα μου. Περάσαμε πείνα και πολλές δυσκολίες. Θυμάμαι που η μάνα μου μας μοίραζε με την αδερφή μου ένα αυγό που το μαγείρευε με αλεύρι, για να φάμε. Η άλλη μας επιλογή ήταν να το πάμε στο μπακάλικο να το δώσουμε για να πάρουμε χαλβά. Μετά από δυο χρόνια ο πατέρας μου γύρισε και επιστρέψαμε, αλλά τα πράγματα δεν έγιναν πιο εύκολα. Ο πατέρας μου δεν προσαρμόστηκε εύκολα και η μάνα μας παρέμεινε ο μοναδικός άνθρωπος να μας φροντίζει.
Τα σχολικά χρόνια
Ήταν πολύ δύσκολο εκείνα τα χρόνια να πας σχολείο γιατί τα μέσα δεν υπήρχαν και είχαμε φτώχεια. Αλλά η μάνα μου επέμενε με πείσμα να μάθουμε γράμματα και έκανε ότι μπορούσε για να καταφέρει να μας στείλει στο σχολείο. Πίστευε ότι τα γράμματα σώζουν τον άνθρωπο και ότι τα δικά της δεινά ήταν αποτέλεσμα της αγραμματοσύνης της. Έτσι μέσα από δυσκολίες μάθαμε γράμματα και τα τρία αδέρφια και εγώ τελείωσα το Δημοτικό.
Η σκληρή δουλειά
Από εννέα ετών άρχισα να δουλεύω. Το χειμώνα σχολείο και τα καλοκαίρια υπηρέτρια. Έκανα όλες τις δουλειές του σπιτιού που πήγαινα και κυρίως την καθαριότητα και τα πλυσίματα. Από τα δεκατέσσερα και μετά πήγαινα κάθε καλοκαίρι στην Στυλίδα και δούλευα εργάτρια στις ελιές. Δεν μας έδιναν χρήματα, αλλά μας πλήρωναν με λάδι. Γύριζα πίσω στο χωριό με το λάδι της χρονιάς, εφτά δοχεία καμιά φορά, αρκετό για να πουλάμε λίγο μερικές χρονιές και να παίρνουμε χρήματα. Μετά από τις ελιές πήγαινα στα βαμβάκια στο Λειανοκλάδι ή όπου αλλού έβρισκα μεροκάματο στα χωράφια. Μετά το σχολείο πήγα να μάθω μοδιστρική, δεν την έκανα ποτέ δουλειά, αλλά έμαθα να φτιάχνω τα ρούχα μου. Ό,τι έραβα φορούσα εγώ και η οικογένειά μου. Στα είκοσι τέσσερα παντρεύτηκα και η οικογένεια του άντρα μου είχε και χωράφια και ζώα. ‘Έτσι δούλευα και με τα ζώα, πρωί και βράδυ, όλο το χρόνο στην Μπιάρα, από χωριό σε χωριό.
Στη σύγχρονη Ελλάδα
Συνέχισα να δουλεύω σκληρά και για τις δουλειές του σπιτιού σε ζώα και γη, αλλά και εργάτρια όταν χρειάζονταν. Έκανα πολλά μεροκάματα ακόμα και σε κατασκευή δημοσίων έργων. Το 1975 φύγαμε από την Μπιάρα και εγκατασταθήκαμε στο Καρπενήσι, παίρνοντας ένα από τα σπίτια της ΜΟΜΑΣ που έδινε στους σεισμοπλήκτους. Στην αρχή ήταν δύσκολα, μόνο ηλεκτρισμό είχαμε, ούτε νερό στα σπίτια, ούτε δρόμους…Μετά άνοιξε το εργοστάσιο της Πειραϊκής Πατραϊκής στο Καρπενήσι και δούλεψα για 17 χρόνια εκεί. Από κει πήρα και σύνταξη.
Σήμερα
Η κα Μαρία σήμερα στην Τρίτη φάση της ζωή της παραμένει το ίδιο μαχήτρια. Μαζί με τον σύζυγό της δουλεύει καθημερινά στα ζώα και τη γη, ακούραστη και πάντα αισιόδοξη. Τι κι αν η σύνταξη μειώθηκε, δεν το βάζει κάτω, παλεύει, όπως έκανε και η μάνα της η κυρά Αλτάνη για τα παιδιά της και υπερήφανα δηλώνει έχει εγγόνο που σπουδάζει.