Η ιστορία του Πανάρετου και της Ερωφίλης
Μιλά για ένα παλικάρι που αγαπά μια βασιλοπούλα, αρραβωνιάζονται κρυφά, μα ο πατέρας της άλλα σχεδιάζει γι’ αυτήν, άλλον της προξενεύει και της στέλνει τα μαντάτα με αγγελιοφόρο το αγαπημένο της. Οι δυο νέοι ψάχνουν να βρουν λύση απεγνωσμένα για το πρόβλημά τους, αγκαλιάζονται και έτσι αγκαλιασμένους τους βλέπει μάτι κακό, ο σύμβουλος του βασιλιά, που του μεταφέρει τα μαντάτα. Εξοργισμένος εκείνος διατάζει τον αποκεφαλισμό του Πανάρετου προκαλώντας όμως έτσι και την αυτοκτονία της θυγατέρας του αλλά και τον δικό του θάνατο καθώς τον σκοτώνει ο χορός των γυναικών. Έτσι, με το διπλό θανατικό, των δύο ερωτευμένων, θα τέλειωνε ο Πανάρατος όπως τελειώνει και η Ερωφίλη. Μα στον Πανάρατο επικρατεί το ευτυχές τέλος. Με εντολή του Χάρου οι δύο νέοι ανασταίνονται. Αυτή η διαφορά είναι σημαντική, για να καταλάβουμε πως η τραγωδία Ερωφίλη κατέληξε να παριστάνεται ως λαϊκό θέατρο Πανάρατος τις μέρες της Αποκριάς.
Τούτο το λαϊκό δρώμενο όμως το συναντάμε και σε άλλες περιοχές της Δυτικής Ελλάδας με αφετηρία πιθανότατα τις μετακινήσεις μεγάλων ή μικρών ομάδων του πληθυσμού κυρίως της Ηπείρου προς την Αιτωλοακαρνανία και την Ευρυτανία, επειδή τους εξανάγκαζε η ιστορία, η ανάγκη για δουλειά ή το κλίμα.
Είναι σίγουρα άξιο απορίας πώς ένα τέτοιο θέμα, τόσο θλιβερό, με φόνους και άτυχους έρωτες, χωρά μέσα στο χαρωπό κλίμα της Αποκριάς. Και βέβαια ίσως έχετε αναρωτηθεί ποια είναι η πρωταρχική πηγή του Πανάρετου.
Γιατί την αποκριά; Και πώς και πότε έφτασε στο Καρπενήσι;
Το στοιχείο που τη συνδέει με την περίοδο της αποκριάς είναι το στοιχείο της ανάστασης των δύο νέων. Οι λαογράφοι μιλούν για κάποια μαγικοθρησκευτικά θεατρικά δρώμενα με αγερμικό χαρακτήρα (από τη λέξη αγερμός = όταν μια ομάδα ανθρώπων περιφέρεται στα σπίτια του χωριού για να πει γιορταστικά τραγούδια και ευχές, τα κάλαντα π.χ.). Συναθροίζονταν λοιπόν οι άνθρωποι για να δουν τον Πανάρατο. Σύμφωνα με την προφορική παράδοση τον έφερε ένας ηπειρώτης μάστορας, ο Τασιός Παπαγεωργίου, που έκτισε τον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας το 1918. Το είχε γραμμένο σε τετράδιο και από εκεί το διάβαζαν οι ηθοποιοί. Άλλοι πάλι λένε ότι παιζόταν στο Καρπενήσι από το 1895. Στο τετράδιο του Παπαγεωργίου, που είναι στο αρχείο του Ποδοσφαιρικού Συλλόγου Καρπενησίου, σώζεται η μικρότερη παραλλαγή των 260 στίχων. Οι τελευταίες όμως παραστάσεις μέχρι το 1981 βασίζονταν στην παραλλαγή με τους 313 στίχους. Κάποιος, άγνωστο ποιος, που ήξερε τη σχέση του Πανάρατου με την Ερωφίλη, πρόσθεσε στίχους από την τραγωδία. Στο Καρπενήσι σώζονται δύο διαφορετικές παραλλαγές του Πανάρατου. Η μία έχει 260 στίχους και η άλλη 313. Η μεγαλύτερη παραλλαγή είναι νεότερη. Βασίζεται στην άλλη, τη μικρότερη, με προσθήκη στίχων από την Ερωφίλη, που πιθανότατα πρόσθεσε κάποιος από τους ηθοποιούς. Χαρακτηριστική διαφορά τους είναι ότι στην πρώτη εκδοχή, την μικρότερη, δεν αναφέρεται πουθενά το όνομα Ερωφίλη, αντίθετα με την δεύτερη.
Πως παιζόταν το έργο
Η προετοιμασία του έργου άρχιζε από τα Χριστούγεννα και παίζαν μόνο άνδρες. Μετά το 1972 προστέθηκε και ο χορός των γυναικών που συνοδεύουν τη βασιλοπούλα και που σκοτώνουν στο τέλος τον Βασιλιά, όπως γίνεται και στην Ερωφίλη. Προπολεμικά η ομάδα των ηθοποιών έβγαζε δίσκο και συγκέντρωνε κάποιο χρηματικό ποσό, που διέθετε συνήθως για κοινωφελή σκοπό ή για το γλέντι της, την Καθαρή Δευτέρα. Παραστάσεις δίνονταν και στα κοντινά χωριά, στο Κλαψί, τους Κορυσχάδες, τη Λάσπη. Σκηνή είναι η κεντρική πλατεία ή τα σταυροδρόμια. Κάθε ηθοποιός είχε τη θέση του.
Στην κορυφή ήταν ο βασιλιάς και από τις δύο πλευρές ο θίασος. Δεξιά του ο στρατηγός και η βασιλοπούλα με τη συνοδεία της. Αριστερά του ο Καρπόφορος και η συνοδεία του Πανάρατου. Ο Χάρος ερχόταν από έξω. Ο διάβολος και ο παλιάτσος δεν είχαν σταθερή θέση στον χώρο της παράστασης. Στριφογύριζαν συνεχώς κάνοντας αστείες κινήσεις και παρωδώντας τα λόγια των ηθοποιών. Τα πρόσωπα ήταν γνωστά και συνήθως κάθε χρόνο τα υποδύονται οι ίδιοι ηθοποιοί. Επειδή οι ίδιοι ηθοποιοί έπαιζαν συνήθως κάθε φορά τον ίδιο ρόλο, τους έμενε ο ρόλος για παρανόμι. Έτσι στο Καρπενήσι ο Δημήτρης Ντρίβας που από το 1939 έπαιζε το ρόλο του βασιλιά, ήταν γνωστός με το όνομα ο «Βασιλιάς».
Μέχρι το 1920 οι ηθοποιοί φορούσαν τις τοπικές φορεσιές. Μετά το 1920 φορούσαν αρχαιοπρεπείς στολές, με χλαμύδες, περικεφαλαίες, στέμματα, κοντάρια και άλλα. Ο βασιλιάς στην παράσταση του 1920: πράσινη χλαμύδα με χρυσά κεντήματα, στο κεφάλι του φορούσε καπέλο σαν καλυμμαύχι ιερέως με τη διαφορά πώς ήτανε πράσινο και κεντημένο με χρυσά γαϊτάνια… Η κόρη του φορούσε κόκκινο φόρεμα μεταξωτό, μακρύ με ουρά και στη μέση της ζώνη χρυσή. Στο κεφάλι της φορούσε ένα χρυσό χάρτινο καπέλο ως είδος βεντάλιας… Στα 1980, ο θίασος με τα χρήματα που συγκέντρωσε αγόρασε στολές που φυλάσσονται στο Δημαρχείο.
Το μήνυμα της νίκης της ζωής
Οφείλεται αυτό, όπως είπαμε, στην επίδραση του αρχέγονου μαγικοθρησκευτικού δρώμενου, που προέρχεται από την αρχαιοελληνική παράδοση της Κόρης, της Περσεφόνης. Θυμηθείτε την ιστορία της. Οι θεατές του Πανάρατου θλίβονται από τη προσωρινή κυριαρχία του θανάτου αλλά χαίρονται και αναθαρρούν με την ανάσταση των δύο νέων. Και μέσα από τον συμβολικό χαρακτήρα του έργου ευφραίνονται γιατί ο χειμώνας τελειώνει και έρχεται ή άνοιξη. Η ζωή νικάει τον θάνατο. Το μήνυμα αυτό της ζωηφόρου νίκης θα το βιώσουμε βέβαια βαθύτερα και ουσιαστικά με την προετοιμασία μας για τον εορτασμό του Πάσχα. Μας παρέχεται δηλαδή από διπλή οδό η περίτρανη απόδειξη πως το Φως νικάει το Σκοτάδι, η Ζωή τον Θάνατο.
Πληροφορίες κ. Μαρία Παναγιωτοπούλου, Προϊσταμένη ΓΑΚ Ευρυτανίας.