«Ποσειδωνιάταις τοις εν τω Τυρρηνικώ κόλπω το μεν εξ αρχής Έλλησιν ούσιν εκβαρβαρώσθαι Τυρρηνοίς ή Pωμαίοις γεγονόσι και τήν τε φωνήν μεταβεβληκέναι, τά τε πολλά των επιτηδευμάτων, άγειν δε μιάν τινα αυτούς των εορτών των Ελλήνων έτι και νυν, εν η συνιόντες αναμιμνήσκονται των αρχαίων ονομάτων τε και νομίμων, απολοφυράμενοι προς αλλήλους και δακρύσαντες απέρχονται». AΘΗΝAΙΟΣ
Την γλώσσα την ελληνική οι Ποσειδωνιάται
εξέχασαν τόσους αιώνας ανακατευμένοι
με Τυρρηνούς, και με Λατίνους, κι άλλους ξένους.
Το μόνο που τους έμενε προγονικό
ήταν μια ελληνική γιορτή, με τελετές ωραίες,
με λύρες και με αυλούς, με αγώνας και στεφάνους.
Κ’ είχαν συνήθειο προς το τέλος της γιορτής
τα παλαιά τους έθιμα να διηγούνται,
και τα ελληνικά ονόματα να ξαναλένε,
που μόλις πια τα καταλάμβαναν ολίγοι.
Και πάντα μελαγχολικά τελείων’ η γιορτή τους.
Γιατί θυμούνταν που κι αυτοί ήσαν Έλληνες —
Ιταλιώται έναν καιρό κι αυτοί·
και τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν,
να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά
βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό.
(Κωνσταντίνος Καβάφης «Ποσειδωνιάται»)
Ένα χαρτί με το ποίημα αυτό βρήκα σήμερα, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιό μου. Κρατημένο από την τελευταία μας συνάντηση με τον Ηγούμενο της ΙΜ Τατάρνας, αρχ. Δοσίθεο, προ του δευτέρου κύματος κορωνοϊού. Μια από εκείνες τις πολύτιμες συναντήσεις που σου δροσίζουν την ψυχή και το μυαλό, σ’ αυτές που μπορείς να συζητάς για ώρες και για πολλά θέματα.
Διαβάζοντας πάλι το ποίημα, μια μελαγχολία με έπιασε γιατί συνειδητοποίησα πόσο πολύ θυμίζουμε σήμερα, εκείνους τους δυστυχείς Ποσειδωνιάτες που αναπολούν και καμαρώνουν για μια καταγωγή και μια ιστορία που δεν την έχουν κρατήσει ζωντανή πια.
Είμαστε υπερήφανοι και συχνά υπερόπτες για μια καταγωγή που μόνο λίγα πράγματα γνωρίζουμε ουσιαστικά και ακόμη λιγότερα έχουμε κρατήσει στην καθημερινότητά μας.
Και η πικρή αλήθεια είναι ότι πέρασαν και περνούν πολλές φυλές και πολλά είδη ‘βαρβάρων’ από πάνω μας, αφήνοντας η κάθε μια και από μια παρακαταθήκη – καλή ή κακή. Ένα αποτύπωμα πάνω στο αρχικό κι έπειτα κι άλλο… κι άλλο, μέχρι που φτάσαμε να μην μοιάζουμε καθόλου με την αρχική εικόνα, αλλά μια αχνή θύμηση που μας μπερδεύει ακόμη περισσότερο.
Έτσι κοιταζόμαστε στον εθνικό μας καθρέφτη και ψελλίζουμε ‘…τώρα πώς εξέπεσαν, πώς έγιναν, να ζουν και να ομιλούν βαρβαρικά, βγαλμένοι — ω συμφορά! — απ’ τον Ελληνισμό’, χωρίς να καταλαβαίνουμε ότι αυτή είναι η νέα μας ταυτότητα κι ότι μάλλον δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Το κακό βέβαια δεν είναι να είσαι ‘βάρβαρος’ ή να συζείς με τους ‘βαρβάρους’, το κακό είναι να νομίζεις ότι είσαι κάτι άλλο ανώτερο από αυτούς, απλά και μόνο γιατί οι ρίζες σου βρίσκονται σε έναν κάποτε εξελιγμένο πολιτισμό. Οι ρίζες που ποτέ δεν φρόντισες να γνωρίσεις πραγματικά. Οι ρίζες που δεν φρόντισες καν να διατηρήσεις ένα κομμάτι τους ζωντανό και ουσιαστικό.
Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα
Εκδότρια