Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Επί αιώνες ήταν αδιανόητες οι καλοκαιρινές διακοπές. Το καλοκαίρι ήταν εποχή μόχθου και συγκομιδής για το κακό χειμώνα. “Ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται” έλεγαν. Επί χιλιετηρίδες το ποθούμενο στα καλοκαιριάτικα λιοπύρια ήταν μια κρυόβρυση κι ένας καλός ύπνος στην παχιά σκιά ενός πλατάνου και οι παραθαλασσίως κατοικούντες, ποτέ δεν σκέφτηκαν το καλοκαίρι να τσαλαβουτάνε στη θάλασσα. Επί αιώνες ουδέποτε τραγουδήθηκε και ορέχτηκε το ηλιοψημένο δέρμα καμιάς τρυφερής νεάνιδος.
Τα χωριά μας μεταπολεμικά το καλοκαίρι γέμιζαν με παραθεριστές. Ήταν προπολεμικοί κάτοικοι αυτών, που έφυγαν από τα κράκουρα των βουνών για ισιότερους και γονιμότερους τόπους, επικοίζοντας τα διάφορα χωριά του κάμπου, πολλά από τα οποία ήταν παραθαλάσσια. Τούτοι ποτέ δε σκέφτηκαν να δροσιστούν στη θάλασσα, παρά η ψυχή τους ποθούσε πλατάνια, κρυόβρυσες και δροσερό βουνίσιο αέρα.
Το κακό άρχισε όταν η τεχνολογία μας εφοδίασε ψυγεία, κλιματιστικά, αντιηλιακά και άλλα είδη πλαστικής αφθονίας. Τότε οι άποικοι του κάμπου, κυρίως της μεταπολεμικής γενιάς, έγιναν γηγενείς και διέρχονται πλέον τα καλοκαίρια παρά θιν΄ αλός. Μαζί τους εγκατέλειψαν την δροσιά των βουνών και οι προπολεμικοί αρειμάνιοι ορεσίβιοι.
Όλοι ενστερνιζόμενοι ένα αισθησιακό καταναλωτικό μοντέλο τραβούσαν για κει, που η γεγυμνωμένη σάρκα καλοψηνόταν στον ήλιο. Όλοι οι κράχτες του καλοκαιρινού τουρισμού στη θάλασσα, βάφτισαν το επικίνδυνο ηλιοψήσιμο σε ηλιοθεραπεία, κόντρα στην άποψη των γιατρών και έχρισαν το μπανιστήρι θεάρεστο σπορ, κόντρα στην κατήχηση των παπάδων. Η αντιαισθησιακή καβουρντισμένη από τον ήλιο σάρκα κέρδισε στον ερωτικό στίβο και όλες –και όλοι- συναγωνίζονταν σε μαυρίλα τους κάφρους της Αφρικής.
Όταν η λεγόμενη σεξουαλική επανάσταση αφαιρούσε ρούχα και πρόσθετε εν δυνάμει ηδονές, ξελιγωμένοι μεσήλικες και ξαναμμένοι νεολαίοι, απεκδύθηκαν την κάπα του τσοπάνη και ενδύθηκαν το μαγιώ του καμακιού. Κολυμπούσαν μέσα σε έναν αισθησιακό Αρμαγεδώνα και μια σαρκική αποκάλυψη, που δεν είχε προηγούμενο.
Προσωπικά άρχισα την παραθαλάσσια δράση μου, όντας ακόμα τα μαγιώ-κομπινεζόν, ανδρώθηκα με το μπικίνι και εγεύθην -οπτικώς- την εποχή του μονοκινίου. Παρεμπιπτόντως βέβαια δε θα μπορούσα, εγώ ο παραδοσιακός γυμνιστής των ποτάμιων πούντων, να μην γευτώ τον διαφυλετικό γυμνισμό των παραλιών.
Σήμερα υποχώρησε το αισθησιακό στοιχείο και η θάλασσα είναι και χώρος δροσιάς, ξεκούρασης και ψυχοπνευματικής ενατένισης φυγής και στοχασμού. Όμως η χρονίως σοβούσα κρίση αναχαίτισε την μαζική και πολυήμερη κάθοδο του λαού στη θάλασσα.
Ούτω και εγώ -πεπολιτισμένος ορεσίβιος- ερανίσθην φευγαλέως εν κύματι θαλάσσης, προσκύνησα τα ιερά μπάνια του λαού, ταλαιπώρησα ολίγον την τρυφεράν μου επιδερμίδα και την ευαίσθητον, περί την ηλίασιν, κεφαλή μου και οι οφθαλμοί μου, δίκην εικονικής πραγματικότητας, ενεπλήσθησαν καλλιγράμμου και ξεροψημένης σαρκός και επέστρεψα φριχτά κολασμένος για σωρεία, εν διανοία αμαρτημάτων!