Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος

Το Διηγημα Ανηκει στην ομώνυμη συλλογή. Όλα σχεδόν τα διηγήματα της συλλογής δίνουν την αίσθηση μιας πικρής πολλές φορές ανάκλησης ενός κόσμου, όπως τον έχουν βιώσει τα παιδιά.
Δεν ξέρω πώς ξεχωρίζουν οι άλλοι τους χοίρους. Εμένα μ’ οδηγεί η μυρωδιά. Είναι μυρωδιές που σε διώχνουν· άλλες που σου υπόσχονται μιαν ιδιαίτερη ώρα κάπου φυλαγμένη σαν έκπληξη όπως ένα κρυφό δωμάτιο. Άλλες σε προσκαλούν για άπλωμα και ευδαιμονία — οδαλίσκες μυρωδιές. Άλλες που σε ξυπνάνε, σου ζητούν δυνατή σκέψη, πτήσεις ή καταδύσεις του νου, κι άλλες, σπάνιες, που σε παίρνουν ολόκληρο και σε δέχονται να ‘σαι ό,τι είσαι χωρίς κανένα σχόλιο.
Μυρωδιές που δεν ζητάνε ανταλλάγματα χωρίς και να υπόσχονται τίποτα, δε σε σφίγγουν πάνω τους, δεν κολλάνε πάνω σου, ούτε σε σπρώχνουν έξω βίαια. Σε αφήνουν να κολυμπάς μέσα τους, όπως στην αιώνια θάλασσα μπορείς να στριφογυρνάς σαν τους ελεύθερους δείκτες ενός νοητού υδάτινου ρολογιού όπου η κίνησή σου θέτει και μεταθέτει με τους όγκους του νερού τις ώρες χωρίς τίποτα και ν’ αλλάζει δραματικά. Χωρίς τίποτα ν’ αλλάζει… Μόνο που σπάνια συμβαίνει.
Δεν είναι έτσι πάνω στη γη.
Το σπίτι των Π. για παράδειγμα μύριζε πολύ ωραία. Μύριζε ορεκτικά. Μύριζε σαν παλιό καλό μαγέρικο. Για να ‘μαι ειλικρινής, όπως φαντάζομαι ότι πρέπει να μύριζε ένα παλιό καλό μαγέρικο! Ένα δυο πάντως που πρόλαβα μύριζαν μ’ έναν απερίγραπτο εξαίσια ζεστό τρόπο.
Το ίδιο και το σπίτι των Π…. Η μυρωδιά του δεν ήταν φαγητίλας ωστόσο. Ήταν μυρωδιά από μπαχαρικά κυρίως: κανέλα, μοσχοκάρυδο μαζί με λεμόνι ή δυόσμο… Αλλά δεν ήταν τίποτα απ’ αυτά μόνο του και πάλι καθόλου «όλα μαζί», ένα μπέρδεμα δηλαδή από ανάκατες μυρωδιές.
Ίσα ίσα που ήταν μια ξεκάθαρη μυρωδιά σαν καλογραμμένο πρόσωπο, μ’ εύχυμες παρειές, γλυκές καμπύλες, εύσαρκο στόμα και σκιάσεις αναπαυτικές σαν αιώρα γύρω απ’ τα λακκάκια στο πηγούνι, στις άκρες των χειλιών ή τις αδιόρατες σοφές ρυτίδες, όπου μπορούσε κανείς να χωθεί και ν’ ανασάνει βαθιά μέσα στη ζέστη του λαιμού που έπαλλε…
Αυτά τα ευκρινή χαρακτηριστικά που ήταν ωραία γιατί ήσαν ευκρινή στις γραμμές τους, ανεπιτήδευτα καθαρά, ήσαν αποτυπωμένα πάνω στο κάθε τι σχεδόν στο σπίτι των Π.
Έτσι ήταν η υπόγκριζη μαντεμένια αυγουλωτή ξυλόσομπα στη γωνιά της. Και τα μπρούντζινα χερούλια της αστράφτανε χρυσά στα πορτάκια και στο συρταράκι της στάχτης.
Έτσι ήταν τα μπακιρένια σκεύη στη σκοτεινή κουζίνα στο βάθος πάνω στο ράφι τους, καθρεφτίζοντας το σκιερό ταβάνι στα πυρά τους μάγουλα που κρύβανε μύγδαλα, καρύδια, κάστανα, φουντούκια, ξερά σύκα, πρώτης ποιότητας.
Έτσι ήταν η ηλεκτρική κουζίνα απέναντι από την ξυλόσομπα (από τα πρώτα μοντέλα), με τα πιτσιλωτά εμαγέ και τα στεφάνια των ματιών της να λάμπουνε αψεγάδιαστα, και στη χύτρα το φαγητό κοχλάκιζε με άφθονες εύθυμες φουσκάλες και τα καρότα, τα κρεμμυδάκια, οι στρόγγυλες ντοματούλες διατηρούσαν το σχήμα και το χρώμα τους λες κι είχαν οι γυναίκες των Π. μια μαγική συνταγή να τα διατηρεί ακέραια σ’ ολόκληρη την αλχημεία του βρασμού.