Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Νονός του Γενάρη είναι οι Ρωμαίοι, που τον ονόμασαν έτσι προς τιμήν του θεού τους Ιανού. Από το 450 π.χ. τον καθιέρωσαν σαν πρώτο μήνα του χρόνου, πράγμα που εφάρμοσε και η Ανατολική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το λεγόμενο Βυζάντιο.
Η πρώτη μέρα του Γενάρη είναι η καλύτερη απασών των άλλων 365 ημερών του έτους. Είναι αυτή που γιορτάζουμε σαν πρωτοχρονιά.
Όμως για μας τους παλαιορθόδοξους Νεοέλληνες υπάρχει ένα πρόβλημα. Διατελούμε εν πλήρει συγχύσει με τον Άγιο της μέρας, δηλ. τον Αη-Βασίλη. Όλοι τον πιστεύουμε σαν Άγιο Βασίλειο της Καισαρείας και τον γλεντάμε σαν Σάντα Κλάους των Δυτικών. Έτσι βέβαια είναι καλύτερα γιατί μας επιτρέπονται κάποιες ασωτείες κρυφές τε και φανερές. Πάντως και πριν κάνει την εμφάνισή του ο καταναλωτικός και αμαρτωλός Σάντα Κλάους, οι ορεσίβιοι και γενικά ο λαός δεν υποδεχόταν το νέο χρόνο με ευλάβεια και προσευχή. Το έριχνε έξω και στο σορολόπ, χωρίς βέβαια να φτάνει στο αποκριάτικο καραπουτσαριό.
Η πιο συνηθισμένη ασωτεία τους ήταν η χαρτοπαιξία, τούτη ήταν φανερή για όλο τον κόσμο πλην από τους χωροφύλακες, που περιφρουρούσαν τα χρηστά ήθη σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του κράτους. Σε οικογενειακή βάση ασώτευαν γαστριμαργικώς με χοιρινό σουφλιμά και τα συμπαραμαρτούντα και σε πριβέ διαπροσωπική ή και κατά μόνας ηδονοτρυγούσαν υπογαστριμαργικώς.
Ποιος σοβαρός άνθρωπος δεν θέλει να πλουτίσει άκοπα και να γνωρίζει το άμεσο γήινο μέλλον του. Έτσι ήταν και οι ορεσίβιοι, παρά το ότι ήξεραν στο πετσί τους ότι άμα δεν ιδρώσουν και δε μοχτήσουν θα πεθάνουνε της πείνας, τη Πρωτοχρονιά ξεστράτιζαν από τον ίσιο δρόμο της βιοπάλης και το έριχναν στη χαρτοπαιξία, με το πρόσχημα αλλά και την επιθυμία να δουν αν ο ερχόμενος θα είναι λιγότερο άτυχος από τον απερχόμενο.
Έτσι με περισσή ευλάβεια τιμούσαν τον Άγιο της Πρωτοχρονιάς, όχι σαν Άγιο και πατέρα της Εκκλησίας ούτε και ως εμπορικό αντιπρόσωπο στα “Είδη δώρων”, παρά σαν Άγιο, που όχι μόνο επέτρεπε, αλλά ευλογούσε και ίσως… επέβαλλε τη χαρτοπαιξία στη γιορτή του, την πρώτη μέρα του χρόνου. “Θα παίξουμε τον Αη-Βασίλη, έτσι για το καλό” άκουγες από μικρούς και μεγάλους.
Όμως καραδοκούσε άγρυπνος η χωροφυλακίστικη επιτήρηση που προστάτευε δυναμικά την τίμια ελληνική οικογένεια από τη μάστιγα της πρωτοχρονιάτικης χαρτοπαιξίας και δυναμικότερα διαφεντεύει -και προστατεύει- τα καζίνο και τις όποιες λέσχες στην άσκηση του λειτουργήματός τους. Έτσι οι πωρωμένοι χαρτοπαίκτες της Πρωτοχρονιάς έβρισκαν ασφαλή καταφύγια και επιδίδονταν απρόσκοπτοι στα χαρτοπαικτικά τους όργια. Όμως το άγρυπνο μάτι του Νόμου και της Τάξης με το εκτεταμένο δίκτυο των ρουφιάνων που διέθετε, γρήγορα εντόπιζε τη γιάφκα και η τάξις άμεσα αποκαθίστατο, τις περισσότερες φορές τραγελαφικώς, εκτός κι αν η υπόθεση ήταν μιλημένη και διαπλεκόμενη οπότε έπαιζαν μέχρι να λαλήσουνε οι πετεινοί -και βάλε- μακαρίως και αδιατάρακτα και πολλές φορές με συμπαίκτες χωροφύλακες με πολιτικά.