Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
“Θεός Κύριος και επέφανεν ημίν”. Οι ποιμένες σήμερα προσκυνούν και δοξολογούν: τον “εν σπηλαίω γεννηθέντα και εν φάτνη ανακλιθέντα” Χριστό. Τα Χριστούγεννα είναι κατ΄ εξοχήν δική τους γιορτή.
“Ένας βλάχος παρήγγειλε σ΄ ένα αγιογράφο μια εικόνα του Αφέντη Χριστού. Μόλις την είδε λέει στο αγιογράφο:
– Εγώ ο βλάχος για να μην κρυώνω έχω την κάπα μου κι ο Αφέντης Χριστός μ΄ αυτό το πουκάμισο; Φόρεσέ του κάπα!
Όπερ και εγένετο. Στη δεύτερη επιθεώρηση της εικόνας λέει:
-Εγώ ο παλιόβλαχος φοράω τσαρούχια κι ο Μεγάλος Αφέντης να είναι ξυπόλητος; Βάλτου τσαρούχια!
Και από τότε έμεινε η παροιμία: “Άμα θέλει ο βλάχος τσαρούχια ο Χριστός”.
Αυτός ήταν ο Θεός του υπερόπτη και μεγαλοσχήμονα τσέλιγκα. Κατ΄ εικόνα και ομοίωση του ίδιου, αλλά και δυναμικός αρωγός του και προστάτης στις διενέξεις, που είχε με τους τσοπαναραίους του τσελιγκάτου του. Αυτόν τον Θεό επέβαλλε και στους εχθρούς του για να τους εξευμενίζει και να τους ξορκίζει, όταν αυτοί έρχονταν κατά πάνω του με τις γκλίτσες αναπεπταμένες!
“Μάγοι και ποιμένες ήλθον προσκυνήσαι Χριστόν τον γεννηθέντα”. Αυτός ήταν ο Θεός των τσοπάνηδων. Τούτοι αγραυλούντες είδαν “τω σήμερον εν σπηλαίω τεχθέντι” και στη φάτνη προσκύνησαν πρώτοι το Χριστό, το δικό τους Θεό.
“Ο τσοπάνος ήταν πολλές φορές καλοκάγαθος, έτσι μονήρης, αλιβάνιστος και αλειτούργητος που εγκαταβίωνε. Ένας τέτοιος κάποτε αποφάσισε να πάει στην εκκλησιά. Μπαίνοντας μέσα βλέπει όλους να φοράνε από ένα σαμάρι κι ο παπάς δύο. Βγαίνει έξω ξεσαμαρώνει τον Κίτσο του, φοράει το σαμάρι και ξαναμπαίνει στην εκκλησιά”.
Έτσι λέει ο μύθος.
“Tῶν γὰρ τοιούτων ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν”.
“Ένας τσοπάνος κουράστηκε να βόσκει τα πρόβατα μέσα στα κρύα και τους χιονιάδες και πήγε στον τσέλιγκα να δουλέψει ως ράφτης δίπλα στο φωτογόνι. Ανέλαβε να φτιάξει μια κάπα. Πήρε τα ψαλίδια του, τα βελόνια του και το καπόσκουτο κι έκοβε κι έραβε κι έφτιαξε δυο λύκους. Τον βλέπει ο τσέλιγκας και κουνώντας τη γκλίτσα του ζήτησε εξηγήσεις και ο τσοπάνος του λέει:
– Eγώ αφέντη από λύκους ξέρω κι αυτούς έφτιαξα. Έναν να φάει εμένα που ήθελα να γίνω ράφτης και έναν να φάει εσένα που μου είπες να φτιάξω κάπα. Και έμεινε σαν παροιμιακή απάντηση επί κακοτεχνιών και αστοχιών: “Έφτιαξες ένα λύκο να σε φάει”
Ο τσοπάνος ήταν φορέας αρχέγονων θρησκευτικών γονιδίων, από την εποχή του τοτεμισμού ακόμη. Ο λύκος ήταν το τοτέμ του κι αυτό κεντούσε πάνω στη γκλίτσα του. Μ΄ αυτό ξόρκιζε και εξευμένιζε ειρηνικά τον κακό το λύκο, που του ρήμαζε το μπουλούκι. Το λύκο μόνο ένας λύκος μπορούσε να αντιμετωπίσει. Έτσι πολλές φορές γινόταν και ο ίδιος λύκος και με τη γκλίτσα έσπαζε τα παΐδια του πραγματικού λύκου, αλλά και όποιου άλλου τον αδικούσε. Προστάτη. και αρωγό του ποιμνίου του ήθελε ο κάθε τσοπάνος το Θεό αλλά κυρίως τους Αγίους.
“Ένας βλάχος, όταν κάποτε ελέησε να πάει στην εκκλησία, ήταν γεμάτος απορίες. Βλέπει την πρώτη εικόνα και ρωτάει: “Ποιος είναι τούτος ορέ;” “ο Χριστός” του λένε. «Α! καλός ο καημένος -λέει- κάθε χρόνο γεννιέται στο πρατοκάλυβο μ΄».
Αυτήν ξαναρωτάει: “Η Παναγία” του λένε “Α! καλή γυναίκα η καημένη!”
“Ετούτος ορέ;” “Ο Aη Γιώργης” “Α! καλός καβαλάρης πουτσαρίνης!”
“Ετούτος;” “O Άγιος Κωνσταντίνος” “Α! λεβέντης γιομίζει το τόπο χορτάρια και τα ζυγούρια μας γίνονται τετράπαχα!”
“Ετούτος;” “Ο Αη-Νικόλας” “Α! τον κιαρατά, αυτός μας ψοφάει τα ζυγούρια, από το βρωμόκρυο, που μας φέρνει!” Σηκώνει την γκλίτσα και του σβουράει δυο γκλιτσιές για να μάθει!
Άμα λάχει και έτσι θρησκεύονται οι βλάχοι!
“΄Αγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι” εγεννήθη παιδίον νέον.