Site icon evrytanikospalmos.gr

Άγραφα, ‘The Unwritten Places’ Tim Salmon. Ο Άγγλος που αγάπησε τα Άγραφα

‘Πώς να μη μαγευτείς μπροστά σε έναν κόσμο που σε αφήνει ακόμα να καταλαβαίνεις άμεσα σε ποιο βαθμό εμείς οι άνθρωποι είμαστε δεμένοι με τη Γη,  με τους πρωταρχικούς ρυθμούς της Φύσης;’

Μια μοναδική συνέντευξη στον Ευρυτανικό Παλμό του Tim Salmon, του Άγγλου πεζοπόρου που καταγράφει τα μονοπάτια της Πίνδου από το ’60.

Μνήμες και πρόσωπα του χθες και του σήμερα της Ευρυτανίας

Τα λόγια είναι πολύ λίγα μπροστά σε μια τέτοια συνέντευξη, αφήγηση θα λέγαμε καλύτερα, ενός ανθρώπου που μιλάει για την Ελλάδα και τα Άγραφα με τόση αγάπη, αφού τα έχει περπατήσει σπιθαμή προς σπιθαμή. Ο λόγος για τον κ. Τιμ Σάλμον, Άγγλο πεζοπόρο, ο οποίος από την Οξφόρδη βρέθηκε στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ’60 και ορκίστηκε να έρχεται συνέχεια από τότε. Ο κ. Σάλμον μιλά στον Ευρυτανικό Παλμό για τις εμπειρίες του στα μονοπάτια της Ελλάδας και πώς τον μάγεψαν τα βουνά των Αγράφων αλλά και οι άνθρωποι τους.

Ε.Π. Τα Άγραφα είναι από τις περιοχές με την αγαπημένη σας διαδρομή, όπως είπατε σε συνέντευξή σας. Τι είναι αυτό που ξεχωρίζετε σε αυτά τα βουνά;

Τ.Σ. Για τα Άγραφα, τι να σας πω…Ένας περίπλοκος λαβύρινθος στενών και απότομων φαραγγιών, παραποτάμια, ατέλειωτα δάση με ρομαντικά ερείπια μικρών συνοικισμών που σχεδόν δεν φαίνονται πια, η φύση τα έχει ξανά κατακτήσει μαζί με τα χωραφάκια που τα τριγύριζαν. Πόσες φορές έχω ακούσει κάποιον, ίδια ηλικία με μένα, να μου πει, ‘Να, εκεί μεγάλωσα’ και κοιτάς και μόνο πράσινα βλέπεις. Μέχρι και σχολεία υπήρχαν κει μέσα, μέχρι και σχετικά πρόσφατα. Χωριά σαν τα Επινιανά που μοιάζει με αμφιθέατρο, που βλέπεις γύρω γύρω σαν θάλασσα από βουνά. Τα στενά που περνάει ο Αγραφιώτης στην Τρύπα. Το σχεδόν εξωγήινο και εγκαταλειμμένο χωριουδάκι το Ασπρόρεμα. Τα γεφύρια. Τα σπανά με τις καλοκαιρινές στάνες των ακόμα μετακινούμενων Σαρακατσάνικων κοπαδιών. Λιγόστεψαν βέβαια. Η ιστορία της περιοχής, το ΕλληνοΜουσείο των Μεγάλων Βραγγιανών, η εκκλησία των Ταξιαρχών, οι τοιχογραφίες στο Μάραθο, η Μονή Στάνας, η Σπηλιά του Κατσαντώνη, πάρα πολλά στοιχεία, πολιτιστικά, ιστορικά, φυσικά. Τις δικές μου εμπειρίες τις έχω περιγράψει στο βιβλίο The Unwritten Places– μετάφραση στα αγγλικά της λέξης Άγραφα – που εκδόθηκε από το Lycabettus Press στην Αθήνα.

Ε.Π. Πώς ξεκινήσατε να ασχολείστε με την πεζοπορία και τη διάσχιση μονοπατιών μεγάλων αποστάσεων και πότε έγινε η πρώτη γνωριμία σας με την Ελλάδα και την Ευρυτανία; Όλα αυτά τα χρόνια που έρχεσθε στην Ελλάδα, πόσο έχουν αλλάξει οι συνθήκες στη χώρα αλλά και οι ίδιοι οι Έλληνες;

Τ.Σ. Πρωτοήρθα στην Ελλάδα το Πάσχα του 1958. Ήμουν μαθητής λυκείου στο τμήμα αρχαίων ελληνικών και ήρθαμε ένα γκρουπ να επισκεφθούμε τους γνωστούς αρχαιολογικούς χώρους. Εγώ όμως γοητεύτηκα με την τότε Ελλάδα που ανακάλυψα και ορκίστηκα μέσα μου να επιστρέψω όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν. Και έτσι έγινε. Ήρθα πάλι το ‘60 και μετά κάθε χρόνο που ήμουν φοιτητής, πάλι στα αρχαία ελληνικά, στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Κατέβηκα με ωτοστόπ στην Ιταλία και μετά με καράβι μέσω της διώρυγας της Κορίνθου στον Πειραιά. Μετακινούμουν με τα πόδια και με ωτοστόπ, κοιμόμουν στα χωράφια ή ο κόσμος με φιλοξενούσε στα σπίτια. Ανακάλυψα έναν κόσμο τόσο θερμό, φιλόξενο, διαφορετικό από εκείνο που ήξερα. Και μετά που αποφοίτησα βρήκα θέση σαν καθηγητής αγγλικής στα Χανιά Κρήτης, όπου γνωρίστηκα με τον περίφημο Άγγλο ζωγράφο John Craxton ο οποίος βασικά αφιέρωσε τη ζωή του στο να ζωγραφίζει τα βράχια, τις γίδες, τους τσομπάνους, τα φαράγγια, και το φωs της Κρήτης. Και αυτός μ᾽έστειλε σε γνωστούς του στα Σφακιά. Έτσι άρχισα να ανακαλύπτω τη ζωή του βουνού, της στάνης, του ορεινού χωριού. Ταυτόχρονα, βέβαια, άρχισα να μαθαίνω τα ελληνικά και να ενδιαφέρομαι για την σύγχρονη λογοτεχνία και λαογραφία.

Το ’64 έφυγα και ξαναγύρισα τη δεκαετία του ‘70 μετά την πτώση της χούντας, πάλι καθηγητής αλλά στην Αθήνα, στο Κολλέγιο Αθηνών. Η Ελλάδα όμως που βρήκα τότε είχε αλλάξει. Ο τουρισμός που ζητάει ξενοδοχεία, πισίνες, αμμουδιές, μπαράκια, ντίσκο και τέτοια είχε ξεκινήσει επί χούντας και εμένα, δεν μου άρεσε, απογοητεύτηκα και έψαχνα περιοχές όπου επιβίωνε ακόμα ο παλαιός τρόπος ζωής, όπου ο κόσμος σε αντιμετώπιζε σαν ξένο άνθρωπο, όχι σαν μελλοντικό πελάτη. Κοίταγα ένα χάρτη. Καλοί χάρτες εμπιστοσύνης όπως εκείνοι της σημερινής εταιρίας Ανάβαση δεν κυκλοφορούσαν τότε. Το ανάγλυφο του εθνικού εδάφους θεωρούνταν στρατιωτικό μυστικό. Οι μόνοι χάρτες με κάποια λεπτομέρεια ήταν της Στατιστικής Υπηρεσίας με υψομετρικές καμπύλες ανά 200μ. Δηλαδή, μπορούσες να πέφτεις μέσα στο φαράγγι της Σαμαριάς, παραδείγματος χάρη, χωρίς να πάρεις χαμπάρι! Σύχναζα στη βιβλιοθήκη του Μουσείου Γουλανδρή, την φοβερή συλλογή της ελληνικής χλωρίδας που έχουν και εκεί βρήκα τους 1:50,000 του Στρατού και άρχισα να καταλαβαίνω!

Σε πολλά μέρη τότε δρόμοι δεν υπήρχαν. Ο δρόμος Καρπενήσι- Αγρίνιο, παραδείγματος χάρη, καταγεγραμμένος σε κόκκινο σαν κύριος δρόμος, ήταν στην ουσία 122 χλμ δύσβατος χωματόδρομος. Με το ΙΧ έκανα έξι ώρες χωρίς ούτε μια φορά να βγω από τη δεύτερη ταχύτητα. Αυτό έψαχνα, ένα τεράστιο κομμάτι καφέ στο χάρτη, με κάτι ψηλές ψηλές κόκκινες γραμμές που σήμαιναν μονοπάτια.

Ένα βράδυ στον ορειβατικό σύλλογο της Αθήνας κάποιος μου μίλησε για τα Άγραφα.”Θα πας σε ένα σημείο που λέγεται Βαρβαριάδα και από κει μόνο με τα πόδια δυο τρεις μέρες μέχρι να συναντήσεις άλλο δρόμο, στην Αργιθέα ή Καρύτσα. ‘Να, αυτό γύρευα’.

Λεωφορείο μέχρι Καρπενήσι, απ᾽αυτά τα Dodge, τα παλαιά αμερικανικά, με τζάμια που κάναν θόρυβο πολύ με το τράνταγμα του δρόμου και μακρύ κοντάρι να αλλάξεις ταχύτητα που το ψάχνε ο οδηγός σχεδόν πίσω από τη πλάτη του. Από κει άλλο, του περίφημου Τσιγαρίδα, του μακαρίτη, που χρόνια εξυπηρετούσε τους Αγραφιώτες από τα πιο απόμερα χωριά και τους πιο μικρούς συνοικισμούς που είχαν ψώνια ή δικαστήρια ή άλλες αναπόφευκτες γραφειοκρατικές δουλειές στο Καρπενήσι.

Πιάναμε όλα τα χωριά μέχρι το Κρέντη. Όλοι οι επιβάτες γνωριζόντουσαν. Όλο το λεωφορείο έπιανε κουβέντα, φώναζε, χαιρετούσε και έσκαγε από περιέργεια για αυτόν τον ξένο που καθόταν μαζί τους. Με κοίταγαν κρυφά αλλά από ευγένεια κανένας δεν τολμούσε να πει τίποτα ώσπου να ξεστομίζω κάτι εγώ. Τότε πλημμύριζα από ερωτήσεις.

Από Κρέντη ξεκίνησα με τα πόδια. Κατεβαίνω στην κοιλάδα του Αγραφιώτη. Περνάει αγροτικό. Μπαίνω από πίσω όπου καθόταν ήδη ένα ζευγάρι, τσομπάνος Σαρακατσάνος με την κυρά του. Σε πέντε λεπτά ήμασταν κόκκινοι από τη σκόνη. Η Σαρακατσάνα φοβόταν και ζαλίστηκε. Δεν είχε συνηθίσει να μπαίνει σε αυτοκίνητο. Φτάνουμε στη Βαρβαριάδα. Φεύγει το αγροτικό και μαζί του το τελευταίο χνάρι του εικοστού αιώνα. Σιωπή βαθιά. Μόνο το κατρακύλισμα του ποταμιού και η βρύση φάτσα στο πέτρινο μαγαζί. Δίπλα το παρκινγκ, δηλαδή 15 ζώα δεμένα στον ίσκιο των μεγάλων πλατάνων περίμεναν τα αφεντικά τους να γυρίσουν από το Καρπενήσι, τα σαμάρια τους κατά γης.

Εγώ έλεγα να κοιμηθώ δίπλα στο ποτάμι. “Έλα σπίτι,” μου λέει κάποιος. “Να ξεκινήσουμε τώρα όμως. Μη μας πιάσει η νύχτα. Δεν είναι μακριά.” Ξεκινήσαμε στο μονοπάτι. Μετά ένα διάστημα μπαίνουμε στην ποταμιά. Βγάζουμε τα παπούτσια, μπαίνουμε στο νερό, βάζουμε τα παπούτσια, και ξανά και ξανά. Μας πιάνει η νύχτα. Μιλάμε συνέχεια. Ερωτήσεις, ιστορίες, Αγγλία, Ελλάδα. Μετά από δυο ώρες σε μια παλιά σκουριασμένη σιδερένια στρατιωτική γέφυρα, που υπάρχει ακόμα, φτάνουμε στα πέντε έξι σπίτια του Καρβασαρά. Γνωρίστηκα με την οικογένεια. Τα άλλα σπίτια δεν φαινόντουσαν μέσα στο σκοτάδι. Ρεύμα δεν υπήρχε. Μαγείρεμα στη φωτιά. Κοιμόμασταν όλοι μαζί τυλιγμένοι σε βέλεντζες κατά γης. Τα αστέρια αναβοσβήνανε ανάμεσα στις πέτρινες πλάκες της στέγης και όλη νύχτα το ήρεμο ψιθύρισμα του Αγραφιώτη…Είμαι ακόμα σε επαφή με τα παιδιά.

Πώς να μη μαγευτείς μπροστά σε έναν κόσμο που σε αφήνει ακόμα να καταλαβαίνεις άμεσα σε ποιο βαθμό εμείς οι άνθρωποι είμαστε δεμένοι με τη Γη,  με τους πρωταρχικούς ρυθμούς της Φύσης; Ζωή πολλές φορές σκληρή, φτωχή, ωμή, σίγουρα…ιδιαιτέρως για τις γυναίκες. Σήμερα που αρχίζουμε να καταλαβαίνουμε τη ζημιά που κάναμε με την στενοκέφαλη επιδίωξη της Προόδου…

Αυτό το μονοπάτι που ακολουθούσε τον Αγραφιώτη μέχρι Τροβάτο και τα Μεγάλα Βραγγιανά και πέρα στα Πετρίλια και στην Αργιθέα ήταν από τα πιο όμορφα που είδα ποτέ. Τι κρίμα που το κατέστρεψαν με το άνοιγμα του δρόμου, που ακόμα δεν τελειοποιήθηκε – ευτυχώς από μια πλευρά. Και όλο αυτό με τη νοοτροπία του Άντε, ρίξε, βάλε, κόψε, όπως μου το είπε τότε ο φαντάρος-γιατρός των Αγράφων.

Ε.Π. Ποια η θέση του πεζοπορικού τουρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο. Δώστε μας μια εικόνα για τι μεγέθη μιλάμε.

Τ.Σ. Τώρα  που τσακωνόμαστε για την οικονομική ανάπτυξη και το θέμα των αιολικών πάρκων στη Νιάλλα και παντού στα ελληνικά ορεινά, θα ήθελα να πω κάτι παρατηρήσεις. Ότι οι εγκαταστάσεις αυτές θα κάνουν ζημιά στη φύση γενικά, δεν υπάρχει αμφιβολία, και ζημιά που δεν διορθώνεται. Το ερώτημα είναι αν το κέρδος ξεπερνάει τη ζημιά.

Η δική μου γνώμη είναι ότι μακροπρόθεσμα η ανάπτυξη όλων των ειδών αειφόρου τουρισμού — πεζοπορία, ποδηλασία, ιππασία–συμφέρουν πολύ περισσότερο και αισθητικά και οικονομικά. Και αυτό το συμπέρασμα γίνεται όλο και περισσότερο έντονο όταν κοιτάς τα στατιστικά δημοσιεύματα των επίσημων αρμοδίων οργανώσεων της Γαλλίας και της Γερμανίας, π.χ. Στη Γαλλία η πεζοπορία είναι το σπορ το πιο δημοφιλές με 68% του πληθυσμού ενώ 33% ασχολείται με την ποδηλασία.

Στη Γερμανία, 40 εκατομμύρια πεζοπόροι ξοδεύουν €3.7 δις το χρόνο σε ταξίδια, κατάλυμα, φαΐ και από €11 ο καθένας σε υλικά, για να εξασκήσουν το σπορ που αγαπάνε. Μόνο η ποδηλασία οργανωμένη, με γκρουπ, δηλαδή, όχι ατομική, εισπράττει €3.9 δις και προσφέρει 186.000 θέσεις δουλείας.

Και στα δυο κράτη είναι οι διαδρομές μεγάλης απόστασης που τραβάνε τους πιο ενθουσιασμένους οπαδούς. Οι περισσότεροι δεν κάνουν τη διαδρομή μονομιάς, μα σε δόσεις, από μια εβδομάδα το χρονο ώσπου να τελειώσουν το σύνολο. Παράδειγμα, η γαλλική πλευρά του Cheminde StJacques, που ξεκινάει από την κεντρική Γαλλία και τερματίζει στη δυτική παραλία της Ισπανίας, μεσαιωνικός δρόμος προσκυνητών του Αγίου Ιακώβου, πατιέται κάθε χρονο από 20,000 πεζοπόρους, ο καθένας με καθημερινό προϋπολογισμό €50 κατά μέσον ορό.

Το Cheminde Robert Louis Stevenson (ένα ταξίδι 120χλμ που έκανε ο Άγγλος συγγραφέας με το γαϊδούρι του το 1879), πάλι στη Γαλλία, πατιόταν από 6.140 πεζοπόρους το 2010: η συνολική τους συμβολή στην άμεσα τοπική οικονομία, €2,9  εκατομμύρια. Οι περιοχές που διασχίζουν είναι απόμερες και γενικά φτωχές. Και αυτά τα λεφτά μπαίνουν στις τσέπες τις τοπικές, όχι μεγάλων εθνικών η διεθνών εταιριών. Υπάρχουν και οφέλη που δεν φαίνονται, π.χ. οικονομίες γύρω σε €5 δις στο κόστος της εθνικής περίθαλψης και στα δυο αυτά κράτη.

Μια φίλη μου Αγγλίδα που μένει στη Τουρκία έχει δημιουργήσει τρεις –τέσσερεις τέτοιες διαδρομές μέσα στα τελευταία 20 χρόνια, ξεκινώντας από μηδέν. Η πιο γνωστή, το Lycian Way, ακολουθεί τη νοτιοδυτική παραλία από Fetiye μέχρι Antalya, 500χλμ. Στην αρχή οι ντόπιοι ήταν αδιάφοροι μέχρι σχετικά εχθρικοί. Υποδομή μηδέν. Το περπάτησα μαζί της το 2001. Κατασκηνώναμε. Σήμερα, περνάνε μέχρι 30.000 πεζοπόροι το χρόνο, οι περισσότεροι Τούρκοι — κάτι που δεν τους περνούσε από το νου πριν από λίγα χρόνια — και ένα μεγάλο μέρος Ρώσοι και Ουκρανοί, και οι ντόπιοι άνοιξαν γύρω στους 100 ξενώνες. Λεφτά πέφτουν σε χωριά που πρωτύτερα δεν είχαν δεκάρα και ερημωθήκαν όπως γίνεται και στην Ελλάδα.

Πως διαφημίστηκε; Εγώ δημοσίευσα ένα άρθρο στην εφημερίδα το SundayTimes και αυτοί το παρίστανε κάπως υπερβολικά σαν το καλύτερο περίπατο του κόσμου. Αυτό βοήθησε στην αρχή, σίγουρα, αλλά γενικά η καλύτερη διαφήμιση είναι η σύσταση ανάμεσα σε πεζοπόρους. Πόσες φορές έχω ακούσει εδώ στο Λονδίνο, “Εσύ που αγαπάς την πεζοπορία, πρέπει να πας να κάνεις το Lycian Way στην Τουρκία”.

Ε.Π. Έχετε φτιάξει δυο περιπατητικούς οδηγούς για τα μονοπάτια της Πελοποννήσου και της Πίνδου (The Peloponnese and PindosWay, εκδ. Ανάβαση). Τι σας ώθησε να ασχοληθείτε με αυτές τις δύο περιοχές; Τι σας μάγεψε στην ελληνική φύση και την επισκέπτεσθε τόσα χρόνια;

Τ.Σ. Κάναμε κάτι αντίστοιχο με αυτά που περιγράφω παραπάνω. Με τον φίλο μου τον Michael Cullen, που μεγάλωσε στην Ελλάδα και έφερνε ομάδες πεζοπόρους Άγγλους στα Άγραφα την δεκαετία του ‘90, που σήμερα αναλαμβάνει το κομμάτι Πελοποννήσου για το βιβλίο μας, αποφασίσαμε να αλλάξουμε το βιβλίο. Σε πρωτύτερες εκδόσεις προσπαθούσα να καλύψω όσους ορεινούς όγκους της Ελλάδος προλάβαινα. Τώρα λέγαμε να συγκεντρωθούμε σε μια μεγάλη διαδρομή που να διασχίζει όλη την ορεινή ραχοκοκαλιά της χωράς από την Αλβανία μέχρι τη Μάνη και να δώσουμε ένα όνομα στη διαδρομή, ώστε ο κόσμος να μπορέσει να πει, “Μήπως ακούσατε εσείς για το PindosWay?῞ Και έτσι κάναμε και ήδη, που η δουλειά δεν είναι ακόμα τελειοποιημένη από την άποψη σηματοδότησης, κατάλυμα και άλλες υποδομές, ήδη αυξάνεται το ενδιαφέρον στο Internet, ήδη αυξάνεται ο αριθμός πεζοπόρων από όλο τον κόσμο που βγαίνουν να κάνουν διάφορα κομμάτια και τα βρίσκουν πανέμορφα. Δεν ήξεραν ότι υπήρχαν τέτοια τοπία στην Ελλάδα. Μπροστά σε τέτοιες ομορφιές οι δυσκολίες, το να χαθούν που και που, δεν τους νοιάζει καθόλου και το λένε έτσι.

Ε.Π. Ποια η γνώμη σας για την Ευρυτανία, σχετικά με τον πεζοπορικό τουρισμό; Υπάρχουν οι υποδομές για την ανάπτυξή του;

Τ.Σ. Πριν από τρία τέσσερα χρόνια απελπιζόμουνα. Κανένας στην Ελλάδα δεν έδειχνε το παραμικρό ενδιαφέρον για το βουνό, για το trekking, και έλεγα να έσβηνε μάταια όλη η προσπάθεια αυτή μαζί με μένα. Σήμερα όμως, το αντίθετο. Από τότε που γνωρίστηκα με τον Αποστόλη Τσιμπανάκο στο μαγαζί του φίλου μου, Ναπολέοντα Ζαγκλή, στις Καλαρρύτες, ξέρω ότι τώρα όλα θα γίνουν. Ο Αποστόλης είναι νέος, δυναμικός και αποφασισμένος. Βέβαια χρειάζεται επένδυση για κλάδεμα, διόρθωμα πεσμένων λιθόχτιστων, σηματοδότηση κτλ.αλλά εγώ πιστεύω ότι με την αύξηση ενδιαφέροντος και κίνησης που ήδη ξεκινάει, οι ίδιοι οι ντόπιοι θα καταλάβουν και θα ενεργοποιηθούν. Ο πεζοπόρος, ο φυσιολάτρης δεν ζητάει πολυτέλεια. Δεν χρειάζεται να φτιαχτούν ξενοδοχεία πολυκατοικίες. Να κοιμηθεί,  να πλυθεί, να φάει. Αυτό θέλει. Σαν στο Πανόραμα στα Επινιανά, το ιδανικό μοντέλο καταλύματος για τέτοιες δραστηριότητες κατά τη γνώμη μου. Ή το Καφέ Ματζάτο στο Κρίκελλο. Το μέγεθος, η αρχιτεκτονική, το όλο στυλ ταιριάζει με το βουνό. Μόνο που λείπουν γενικά στη Πίνδο. Αν διαιρέσουμε την διαδρομή σε ημερήσια στάδια,  θα χρειαζόταν ιδανικά ένας τέτοιος ξενώνας κάθε πέντε με εφτά ώρες περπάτημα, να μην έχεις να κουβαλήσεις ένα βάρος ειδικών συσκευών στο σακίδιο.

Ε.Π. Σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια να δημιουργήσετε τους οδηγούς σας, βρήκατε ανταπόκριση από τις τοπικές αρχές και τις κατά τόπους υπηρεσίες;

Τ.Σ. Εγώ δεν είχα ποτέ επαφή με τις τοπικές αρχές στην Ελλάδα. Είχα διαβάσει, χρόνια τώρα, σε ένα αγγλικό περιοδικό μια περιγραφή του Λόρδου Hunt, αρχηγός της πρώτης Βρετανικής αποστολής που βγήκε στην κορυφή του Έβερεστ το 1953, ο οποίος το Πάσχα του ‘63 οργάνωσε μια εκδρομή με μια ομάδα νεαρούς μισό Έλληνες, μισό Άγγλους, που διέσχισαν όλη την ραχοκοκαλιά της Πίνδου από Άμφισσα μέχρι την Καστοριά. Αυτό βασικά ήταν η έμπνευση μου, να ‘ράβω’ σε μια ενιαία γραμμή — ας το πούμε έτσι — υπάρχοντα, παμπάλαια μονοπάτια. Τότε βέβαια πολλά από τα μονοπάτια αυτά πατιόντουσαν ακόμα και φαινόντουσαν. Εγώ μόνο περιέγραφα πώς να πας από χωριό σε χωριό από τους δρόμους που υπήρχαν από αιώνες. Δεν έβαζα σήματα, τίποτα. Κατάλαβα νωρίς ότι άμα έμπλεκα με τις αρχές θα έβρισκα εμπόδια. Ξένος που κάνει έρευνα στα βουνά μας, που ψάχνει για παλαιά μονοπάτια, κάτι δεν πάει εδώ…σκοπιμότητες, συμφέροντα, πολύ ύποπτο. Μια φορά που, ήμουν τέζα από την κούραση, μισοκοιμισμένος στη σόμπα σ’ένα μαγαζί, με ξύπνησε ο χωροφύλακας και με πήγε στο τμήμα, ζητώντας τα χαρτιά μου. Με πήρε για κατάσκοπο; Ποιος ξέρει. Ο κόσμος καχύποπτος τότε. Ψάχνει για λίρες. Άγγλος είναι. Κάτι θα ξέρει. Μια φορά στο Κερασοχώρι ήμουν με φίλους ντόπιους το βράδυ στο μαγαζί να ακούσουμε τον Καραπιπέρη που έκανε προεκλογικό γύρο στα χωριά οπού ήταν βουλευτής. Ένας μπράβος του φύλαγε την πόρτα και ξαφνικά παίρνει χαμπάρι την παρουσία ενός ξένου. Μου κάνει ένα βλέμμα που ανατρίχιαζα, ώσπου του κάνει κάποια εξήγηση ένας που με ήξερε. Άλλη εποχή. Οι φρικτές αναμνήσεις του εμφυλίου ήταν ακόμα αρκετά φρέσκες για όσους έζησαν τα γεγονότα.

Το βιβλίο The Unwritten Places– μετάφραση στα αγγλικά της λέξης Άγραφα – που εκδόθηκε από το Lycabettus Press στην Αθήνα, πωλείται στο βιβλιοπωλείο Ανάβαση, Βουλής 32, Αθήνα 10557 (τηλ. 210.3218104). Την ταινία που γύρισε ο Tim Salmon με τους συνεργάτες του το 1995 για την φθινοπωρινή μετακίνηση των κοπαδιών από Σαμαρίνα στα χειμαδιά μπορούμε να τη δούμε: στα ελληνικά https://www.youtube.com/watch?v=EcSdxOUifzs

Και στα αγγλικά https://www.youtube.com/watch?v=RJfom155v_o

Στο Σφυρί στο Ασπρόρεμα
Με τον Αποστόλη στο Κερασοχώρι
Αι Γιάννη διάσελο 1980
Στο Τρίδενδρο από κάτω
Exit mobile version