Ένα θέμα ταμπού… που είναι πραγματικότητα
Γράφει η Μαρία Δ. Καρφή, Ειδική Αγωγή, Φιλόλογος
Η δυσλεξία αποτελεί μια από τις σοβαρότερες διαταραχές του γραπτού λόγου. Είναι μια δυσκολία νευροβιολογικής και νευροαναπτυξιακής φύσης με κληρονομική προδιάθεση. Επηρεάζει τις γνωστικές διεργασίες του εγκεφάλου που αφορούν την κατάκτηση των δεξιοτήτων ανάγνωσης, γραφής και ορθογραφίας. Σύμφωνα με την Βρετανική Εταιρεία Δυσλεξίας ο ορισμός της δυσλεξίας έχει ως εξής : «η δυσλεξία είναι φανερή όταν η ακριβής και ευχερής ανάγνωση ή και η ορθογραφημένη γραφή αναπτύσσεται με μεγάλη ατέλεια ή με μεγάλη δυσκολία. Εντοπίζεται στην εκμάθηση των βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης ‘σ’ επίπεδο λέξεων’ και συνεπάγεται πως το πρόβλημα είναι σοβαρό και επίμονο ανεξάρτητα από μαθησιακές δυσκολίες». Τα δυσλεξικά άτομα διαβάζουν συλλαβιστά, αργά και «άχρωμα», χάνουν συχνά την σειρά των γραμμών που διαβάζουν και μπερδεύουν τα φωνήεντα με τα σύμφωνα. Πολλές φορές κατά την ανάγνωση μαντεύουν την λέξη και διαβάζουν για παράδειγμα ‘’όροφος‘’ αντί για ‘’όμορφος’’, καθώς επίσης, δυσκολεύονται να προφέρουν λέξεις με διπλά σύμφωνα. Σχετικά με την γραφή του το κείμενο του παιδιού με δυσλεξία είναι γεμάτο μουτζούρες και ακατάστατο με αποτέλεσμα να είναι δυσανάγνωστο. Το παιδί αυτό δεν είναι σε θέση να διαχωρίσει τις λέξεις από μια φράση, με αποτέλεσμα να γράφει την φράση ‘’τοποδήλατομου΄΄ αντί για ‘’ το ποδήλατό μου’’ ή όταν αλλάζει την σειρά των γραμμάτων σε μια λέξη και ονομάζει ‘’ φολγέρα΄΄ την λέξη ‘’φλογέρα’’ μας οδηγεί αμέσως στο συμπέρασμα, ότι το παιδί πρέπει να παραπεμφθεί σε κάποιον ειδικό για διάγνωση.
Ποια είναι όμως η στάση της κοινωνίας;
Κάνοντας, μια σύντομη ιστορική αναδρομή θα παρατηρήσουμε ότι η κοινωνία διατηρούσε αρνητική στάση απέναντι στα άτομα με αναπηρίες και υιοθετούσε μέχρι πρότινος το ιατρικό μοντέλο που συσχέτιζε την δυσλεξία μόνο με ελλείμματα στην εγκεφαλική δυσλειτουργία. Κατά κύριο λόγο τα απέρριπτε κοινωνικά και τα περιθωριοποιούσε ως ανίκανα. Πόσω μάλλον να έχει θετική στάση στο να φοιτούν τα παιδιά αυτά σε σχολείο και μάλιστα στο γενικό σχολείο. Με την σειρά του το σχολείο δεν μπορούσε να προσφέρει τα απαραίτητα σε έναν μαθητή με δυσλεξία, διότι δεν υπήρχε η κατάλληλη υποδομή γι’ αυτά, αλλά και εκπαιδευτικοί με τις ανάλογες γνώσεις. Με το πέρασμα των χρόνων η αντίληψη αυτή άρχισε να αλλάζει. Άλλαξε όμως, διότι άλλαξε και η στάση του ίδιου του σχολείου. Μην ξεχνάμε ότι η σχέση κοινωνίας και σχολείου είναι αλληλένδετες. Το σχολείο αποτελεί προέκταση της κοινωνίας και οι σημερινοί μαθητές θα είναι οι αυριανοί πολίτες. Καθώς λοιπόν, οι εκπαιδευτικοί αλλά και η ηγεσία του σχολείου γενικότερα άρχισαν να ενημερώνονται και να εκπαιδεύονται για τα άτομα αυτά, φτάσαμε στο σημείο σήμερα να μιλάμε για ολική ή συμπεριληπτική εκπαίδευση και ένα σχολείο για όλους. Ένα σχολείο, όπου όλοι ο μαθητές έχουν ίσα δικαιώματα στην μάθηση. Το σχολείο οφείλει να δημιουργεί ένα φιλικό κλίμα που θα πρέπει να αναπτύσσεται στην σχολική τάξη, στην οποία θα φοιτούν μαθητές με δυσλεξία. Η αντιμετώπιση ενός παιδιού με δυσλεξία στο κοινό σχολείο αποτελεί όχι μόνο ευθύνη του (καταρτισμένου) εκπαιδευτικού αλλά όλων των εμπλεκόμενων μερών του σχολείου. Όταν λοιπόν, το σχολείο δείχνει την αποδοχή του στα δυσλεκτικά παιδιά χωρίς να τα ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους μαθητές, έτσι και η κοινωνία τα δέχεται ως μέρος του συνόλου της. Ως άτομα λειτουργικά στην κοινωνία, τα οποία μπορούν να εργαστούν και να προσφέρουν ανάλογα με τις δυνατότητες τους.
Τα σημερινά σχολεία από την άλλη με την απόκτηση του κατάλληλου εξοπλισμού για τις ανάγκες των παιδιών και την εφαρμογή κατάλληλων στρατηγικών για παιδιά με δυσλεξία θα καταφέρει να αναπτύξει τις δυνατότητες των παιδιών αυτών αλλά και τις γνώσεις τους. Η κοινωνία με την σειρά της, εάν λάβει την απαραίτητη ενημέρωση για την διαταραχή αυτή θα συμβάλλει στην εξάλειψη των ανισοτήτων ενημερώνοντας και άλλους πολίτες, με απαραίτητη βέβαια τη συνεργασία με άτομα του σχολείου. Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η θετική στάση της κοινωνίας και οι πρακτικές που ακολουθεί συμβάλλουν ενεργά και στο έργο του σχολείου. Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η όλη διαδικασία της αντιμετώπισης παιδιών με δυσλεξία είναι ένα θέμα συλλογικό, όπου όλα τα εμπλεκόμενα μέρη πρέπει να διακατέχονται από το αίσθημα της συνευθύνης.