Προτού διά τον δήμο σας εκλέξετε κηφήνας, κάμετ’ έναν περίπατο στους δρόμους της Αθήνας! Μία από τις πιο ιδιόμορφες περιόδους που βίωνε η Παλιά Αθήνα – βρισκόμαστε στην εικοσαετία 1860-1880 – ήταν κι αυτή των εκλογών. Ξαφνικά, το τοπίο άλλαζε και μία άλλη ατμόσφαιρα πλανιόταν επάνω από την πόλη. Μια ατμόσφαιρα φορτισμένη, γεμάτη ένταση και φωνές! Η λέξη «εκλογές» ήταν μια πολυθόρυβη έννοια. Σήμαινε διαδηλώσεις, λόγους, συμπλοκές, φωνές μέχρι τρίτου ουρανού, πυροβολισμούς με γκρα και με μαυροβουνιώτικα πιστόλια, φόνους, τραυματισμούς, αιματοχυσίες. Ταυτόχρονα σήμαινε και «νέα πρόσωπα επί σκηνής»: παλικαράδες, μαγκουράδες, μπράβους, θορυβοποιούς και γενικά ένα πλήθος «ειδικών» κομπάρσων και περιπλανώμενων τύπων, που «στην αναμπουμπούλα χαιρόντουσαν».
Πίσω όμως από αυτές τις ανεξέλεγκτες καταστάσεις κρύβονταν στρατηγικές, σχέδιο! Πρώτα απ’ όλα έπρεπε να δημιουργηθεί «ρεύμα». Αυτό και μόνο αυτό έδινε τη νίκη στις εκλογές. Όταν δεν φαινόταν πού γέρνει η νίκη, έπρεπε οι διάφοροι αμφιταλαντευόμενοι να πεισθούν ότι το «ρεύμα» κλίνει προς συγκεκριμένη κατεύθυνση! Χρειαζόταν λοιπόν θόρυβος, όγκος πλήθους, θορυβώδεις διαδηλώσεις, πάθος και κάθε είδους επίδειξη. Μέρες πριν από τη διαδήλωση, οι «φίλοι» του κόμματος ή του υποψήφιου έτρεχαν και μίσθωναν φτωχούς κι ανέργους για να γίνει το απαραίτητο «μπούγιο», δηλαδή ο επιβλητικός και πειστικός ανθρώπινος όγκος, το «ρεύμα»! Ταυτόχρονα μισθώνονταν και οι ειδικοί παλικαράδες, οι τραμπούκοι, που έπρεπε να έχουν κάνει και μερικά εγκλήματα, ώστε να τρομάζουν οι αντίθετοι. Φυσικά οι μπράβοι έφεραν πάντα μαζί τους και τον ανάλογο αναγκαίο εξοπλισμό: χοντρές μαγκούρες και πιστόλια…
Πίσω από τους γκραδοφόρους ακολουθούσε η «μαρίδα», τουτέστιν οι μόρτηδες, και σε κάποια απόσταση ακολουθούσε η «κεφαλή» της διαδήλωσης. Η «κεφαλή» αποτελούνταν ή από τους ίδιους τους υποψήφιους ή από τους μεγάλους κομματάρχες. Πιο πίσω έτρεχε ο λαός, ο κοσμάκης, φωνάζοντας, ουρλιάζοντας κι ωρυόμενος… Ένα τεράστιο ανακάτωμα από αγνούς φίλους του κόμματος, πληρωμένους και παρασυρόμενους από το «ρεύμα» ανεξάρτητους ή περίεργους…Είναι ευνόητο ότι η όλη στρατηγική δεν εξαντλούταν στις θορυβώδεις διαδηλώσεις. Στα καφενεία και τις ταβέρνες δρούσε καθημερινά μια στρατιά από «μορφωμένους» και, σε κάθε περίπτωση, φλύαρους συζητητές, που όλοι τη μέρα μιλούσαν για τους ημετέρους κι αντέκρουαν τους… άλλους. Το βράδυ με τη γλώσσα στεγνή απ’ την πολλή χρήση, έκαναν ουρά έξω απ’ τα γραφεία του υποψήφιου, για να παραλάβουν το μεροκάματό τους. Όπου δεν έπειθε η «επιχειρηματολογία», έπεφταν και «λίγα ψιλά», για να πιει ο ψηφοφόρος ένα ποτηράκι στην υγειά του υποψήφιου. Ποιος μίλησε για δωροδοκία; Αν είναι δυνατόν! Η ταρίφα, πάντως, ανεβοκατέβαινε ανάλογα με τις αντιστάσεις του ψηφοφόρου. Ξεκινούσε από δύο δραχμές κι ανέβαινε όσο ανέβαινε και ο φόβος ότι θα ισοψηφίσουν το κόμματα. Αυτό το μέτρο δεν ήταν πάντα αποτελεσματικό, διότι ο πονηρός Αθηναίος συστηματικά έπαιρνε τα ψιλά για το «κέρασμα», αλλά ψήφιζε… μαύρο! Και τον παρά και στον καρά (=μαύρο).
(Από το βιβλίο του Θωμά Σιταρά «Η Παλιά Αθήνα ζει, γλεντά, γεύεται», Αθήνα 2011)