Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Όσοι είχαμε την τύχη να γεννηθούμε και να μεγαλώσουμε σε κεφαλοχώρια «προβιομηχανικού τύπου» εκείνο που κατά κόρον βλέπαμε ήταν: οι γεννήσεις και οι θάνατοι. Είδαμε και ζήσαμε χιλιάδες. Από παπαρούνες, που εκμετρούσαν το βίο τους σε ημερήσια βάση μέχρι χιλιοχρονίτικα δέντρα, που έτυχε να ξεραθούν στις μέρες μας, από τις βραχύβιες πεταλούδες μέχρι τα αιωνόβια κοράκια, από σκιούρους μέχρι αγριογούρουνα… Είδαμε και χαρήκαμε γεννήσεις και πενθήσαμε θανάτους αγαπημένων μας ζώων. Ζούσαμε τη μεγαλοπρέπεια και όλες τις εκφάνσεις των τεσσάρων εποχών, με τη φύση να πειθαρχεί στον αιώνιο Ερωτικό κύκλο της Zωής και του Θανάτου.
Κατά μέσο όρο δυο φορές το μήνα ακούγαμε τη νεκροκάμπανα, για κάποιο γνωστό ή προσφιλές μας πρόσωπο που έφυγε κι άλλες τρεις παίρναμε τα συχαρίκια στα βαφτίσια κάποιου που ήρθε. Η γέννηση κι ο θάνατος ήταν δυο φυσικά γεγονότα και μάλιστα, όταν ο δεύτερος αργούσε, εκλαμβάνονταν ως μια ιδιότυπη τιμωρία. Τα τελετουργικά των κηδειών όπως: το ξενύχτισμα, το σκάψιμο του τάφου, η ακολουθία, η ταφή και βέβαια η παρηγοριά το βράδυ είχαν και την ευχάριστη πλευρά τους. Ήταν η χαρμολύπη, που λένε οι θεολογούντες, σ΄ όλο της το μεγαλείο. Ο παππούς μου πέθανε στα χέρια τα δικά μου και της γιαγιάς. Εμείς οι δυο τον ετοιμάσαμε. Η γιαγιά κατείχε το θέμα καλύτερα από τελετάρχης. Μάλιστα έβγαλε και χιούμορ, παρ΄ ότι δεν είχε.
Σε κάθε προκομένο νοικοκυριό στην κεράνη αναπαύονταν κάποια ξερά σανίδια για παν ενδεχόμενο. Ο παππούς ήταν τυχερός, γιατί ήταν ήδη έτοιμη η κάσα και την κουβάλησα δίπλα στο νεκροκρέβατο. Τον ξύρισα, τον έγδυσα και μαζί με τη γιαγιά τον πλύναμε. Ένα ματσάκι βασιλικό με λίγη ρίγανη, τον βούταγε σ΄ ένα πιάτο με κρασί και λίγο ξύδι και μ΄ αυτό τον περάσαμε σ΄ όλο το κορμί. Του βάλαμε το σάβανο, του φορέσαμε τα γιορτινά του ρούχα και τα καλά του τα παπούτσια κι έτσι, έτοιμον γαμπρό, τον κασώσαμε και στη συνέχεια έφυγα.
Το βράδυ που ξαναγύρισα, τον είδα σκεπασμένο στη κάσα, με τη μεγάλη μύτη του να εξέχει σαν κατάρτι. Κάτι το τραγούδι: «τα νιάτα έφαγε ο Στρατής», κάτι κάποια ανάλογα εύθυμα διηγήματα, διηγήσεις και βιώματα, μου προκάλεσαν ανόσιον γέλωτα και βέβαια βγήκα έξω. Η ευτραφής μύτη του μακαρίτη ήταν επεισοδιακή. Κάποια αναιδή γειτονόπουλα του έλεγαν: «παππούλ΄ άμα γεννήσει η μύτη σ΄ να μας κρατήσεις μυτόπουλα» κι αυτός έλεγε το σλόγκαν του: «μέγας είσαι Κύριε!» Ως παιδιά όταν τον βλέπαμε κρυβόμασταν, γιατί μας έπιανε από τη μύτη κι έλεγε: «κύριους μι τα γουρ΄νοτσάρ΄χα τ΄!»
Αυτά μου έβγαλαν τη χαρμολύπη της τελετής, η οποία κορυφώθηκε το βράδυ με την παρηγοριά. Ήξερα απ΄ έξω, από άλλες παρηγοριές, τι ποιότητα πίτας έφτιαχνε η κάθε νοικοκυρά και τι είδους κρασί είχε ο κάθε νοικοκύρης κι έτσι διάλεγα τα καλύτερα. Έτσι άξιζε να… πεθάνεις και να σε θάψουν, σαν χριστιανό κι ορθόδοξο και όχι να σε κάψουν.