‘’-Εδώ είμαστε ψηλά, σχεδόν στα σύνορα.
– Θα είναι κάπως ξεκομμένα εδώ ψηλά από τον κόσμο, ιδίως το χειμώνα.
– Ακόμα και ο δρόμος ευτυχώς είναι κάκιστος.
-Και διάλεξες να ζήσεις εδώ στα σύνορα και ξέχασες εδώ στα σύνορα ε; Το είχες διαλέξει από την προηγούμενη κατάσταση…
– Ναι είχα ανάγκη να ζήσω εδώ στα ψηλά, στα σύνορα ξεκομμένος από τον κόσμο. Είχα ανάγκη από ένα καταφύγιο. Πιο κοντά στα σύνορα εκείνο τον καιρό.
– Και όμως το κράτησες και αργότερα και με τη δική μας την κυβέρνηση.
– Ο κόσμος βρίσκεται σε μία συνεχή αναστάτωση.
-Ιδιαίτερα αυτή τη στιγμή…
– Έτσι μαθαίνω…
-Και πού ακριβώς είναι τα σύνορα;
– Κάπου εκεί πάνω… Είναι όλο ένα αδιαίρετο λιβάδι… Ανεβαίνει το λόφο μία γραμμή και τελειώνει στην άλλη…
-Και πολλά λουλούδια ε;
– Ναι είναι η εποχή, κρατάνε λίγες μέρες. Το μέρος το λένε Λουλουδοπορειά. Τα ίδια λουλούδια και από τη δική μας την μεριά και από την άλλη.
– Ναι αλλά βέβαια άλλα ποτάμια αρχίζουν από τη δική μας την πλευρά κυλώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, άλλες γλώσσες, άλλες ιδέες.
– Ναι σίγουρα… Τα πάντα εκεί κυλάνε προς την αντίθετη κατεύθυνση…
– Και ο δρόμος είναι κομμένος και κανείς δεν περνάει τα σύνορα, ούτε πρόσφυγες, ούτε λαθρέμποροι…
(…)
– Όχι μόνο ο άνεμος και λιγοστά λουλούδια… Άλλες φορές ο άνεμος φυσάει απ΄ το μέρος μας στο μέρος τους και άλλες από κει προς τα δω…
– Μόνο ο άνεμος διασχίζει αυτά τα σύνορα;
– Μόνο ο άνεμος.. Και μετά σιωπή…
– Η σιωπή είναι αυταπάτη… Αυτά τα σύνορα είναι το σημείο τριβής. Ανάμεσα σε δυο τεράστιους τροχούς, ο μισός κόσμος ενάντια στον άλλο μισό.
(…)
-Ξέρεις σε χρειαζόμαστε πολύ, μας έλειψε η συνεργασία σου πολύ.
– Ο στόχος σας λείπει..
– Ακριβώς αυτό συμβαίνει μετά από κάποιο κάθε μεγάλη νίκη. Οι παλιοί φίλοι βρίσκονται αντιμέτωποι, οι δρόμοι τους χωρίζουν μία μικρή συνωμοσία είναι αυτό που σε ανέτρεψε και άλλη μία μικρή συνωμοσία θα μπορούσα να σε φέρει πίσω…
– Εκτροχιάστηκες για ένα πείσμα. Τι σε έπιασε; Ένας άντρας του δικού σου αναστήματος… Κάπου έχασες τον έλεγχο, έφυγες από την ιστορία για ένα γινάτι.
– Όχι δεν ήταν πείσμα. Ένιωθα κάπως χορτάτος, μπουχτισμένος…’’
Ούγκο Μπέτι, 1952