Γράφει ο Γιάννης Δημ. Υφαντόπουλου, Φιλόλογος Λυκειάρχης – Ιστορικός και πρώην Προέδρος του Συλλόγου των Απανταχού Καοτανιωτών «Ο ΑΓΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ»

(Η Ηλεκτρονική Επεξεργασία για την παρουσίαση της εργασίας αυτής στο

Διαδίκτυο, όπως δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα «Ο Καστανιώτης» στα φ. 100-102,

έγινε από το Θεολόγο καθηγητή – Διευθυντή Γυμνασίου Ζαχαρία Γ. Ζηνέλη, το

2009). (Μέρος 1ο )

Χωρίς καμιά αμφιβολία, ό,τι πολυτιμότερο έχει να επιδείξει το χωριό μας, αλλά και η ευρύτερη περιοχή μας – εκτός βέβαια από το Μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας – είναι η Αποκλείστρα της Καστανιάς, για την οποία και άλλες φορές, εκτός από τον «Καστανιώτη», την εφημερίδα του Συλλόγου μας, σε ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά και εφημερίδες είχαμε την ευκαιρία να γράψουμε σχετικά άρθρα και περιγραφές, με κύριο μέλημα μας την ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού για το ρόλο που διαδραμάτισε η περιοχή αυτή στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 για όλη τη Δυτική Στερεά Ελλάδα γενικότερα και για την επαρχία του Καρπενησίου ειδικότερα.

Επειδή όμως συνεχίζεται μία σκόπιμη και γενικευμένη διαστρέβλωση της Ιστορίας σχετικά με την Αποκλείστρα, την οποία σε οδοιπορικά (που κατά καιρούς βλέπουν το φως της δημοσιότητας), σε τουριστικούς οδηγούς και σε άλλα δημοσιεύματα τοποθετούν στη Μαύρη Σπηλιά του Προυσού, αποφάσισα και ως Ιστορικός μελετητής της Ιστορίας του τόπου μου, αλλά και ως Πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου του χωριού μας να ασχοληθώ και πάλι με την η Αποκλείστρα, το σπουδαίο αυτό ιστορικό μνημείο της Ευρυτανίας και όλης της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος (…).

Ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε ότι η Αποκλείστρα της Καστανιάς και η Μαύρη Σπηλιά του Προυσού έχουν ένα κοινό στοιχείο να επιδείξουν: Και οι δύο περιοχές, ως φυσικά οχυρά, φιλοξένησαν ανθρώπους, κυρίως γυναικόπαιδα, στα χρόνια της Επανάστασης του 1821. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές περιοχές είναι ότι για την Αποκλείστρα έχουμε αρκετές ιστορικές γραπτές πηγές και μαρτυρίες, ενώ για τη Μαύρη Σπηλιά υπάρχει – απ’ όσο γνωρίζω – μόνο μία παράδοση που δε φαίνεται να απέχει και από την πραγματικότητα.

Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η Αποκλείστρα προβάλλεται ως σπηλιά, λαθεμένα βέβαια, όπως στη συνέχεια θα σημειώσουμε, αλλά και η Μαύρη Σπηλιά ως Αποκλείστρα, γιατί αυτή δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία μεγάλη και ευρύχωρη σπηλιά σε μέρος κατεξοχήν απόκρημνο και απρόσιτο.

Στο 2ο τόμο της ΑΙΤΩΛΟΑΚΑΡΝΑΝΙΚΗΣ ΚΑΙ ΕΥΡΥΤΑΝΙΚΗΣ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑΣ με εκδότες τους Ι. Ν. Κουφό και Κ. Παπαχαραλάμπους, Αθήνα (χωρίς χρονολογία έκδοσης) σελ. 457 στο λήμμα «Αποκλείστρα» σημειώνονται τα εξής: «ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΡΑ». Ονομασία δοθείσα μεταφορικά εις γνωστά ορεινά σπήλαια της Δ. Στερεάς Ελλάδος, αφότου απεφασίσθη η χρησιμοποίησίς των ως καταφυγίων και η εν συνεχεία οργάνωσις τούτων αμυντικώς ως τόπων σωτηρίας του αμάχου πληθυσμού εν καιρώ εχθρικών καταδρομών.

Ετυμολογικά η λέξις προέρχεται από το ρήμα αποκλείω, με την προσθήκη της παραγωγικής κατάληξης – τρα, που είναι μάλλον πλάσμα της ποιμενικής διαλέκτου… (Βλαχογιάννης)».

Στη συνέχεια του περί Αποκλείστρας λήμματος ο συγγραφέας του Κ.Σ. Κώνστας αναφέρει τις ακόλουθες Αποκλείστρες: α) του Βάλτου που βρίσκεται στο βουνό Καλάνα κοντά στον Αχελώο, β) της Ναυπακτίας, γνωστής και ως Βράχου της Κλεπάς ή Καρφοπεταλιάς που ανήκει στην περιφέρεια του χωριού με το όνομα Νεοχώρι και γ) της Ευρυτανίας «που είναι η κατεξοχήν Αποκλείστρα της Δυτ. Στερεάς Ελλάδος, φημισμένη δια την φυσικήν της ασφάλειαν και την τεράστιαν έκτασιν, απέχουσα τρίωρον προς τα νοτιοανατολικά της γνωστής μονής Προυσού και παρά το σημερινόν χωρίον Καστανιά».

Στα «Ελληνικά Χρονικά» την εφημερίδα που εξέδιδε στο Μεσολόγγι κατά τα χρόνια της Επανάστασης του 1821, ο Ελβετός Φιλέλληνας Ιωάννης Μάγερ, στις 25 Ιουνίου του 1824, δημοσιεύτηκε η περιγραφή της Αποκλείστρας από τον Ευρυτάνα Γεώργιο Λέλη, όταν αυτός στάλθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να επιστατήσει στις εργασίες της οχύρωσης της προκειμένου, αυτή να δεχτεί γυναικόπαιδα από το Μεσολόγγι, το Βραχώρι (Αγρίνιο), από την επαρχία του Καρπενησίου, από το Απόκουρο, τα Κράββαρα και από όλη την Τριχωνίδα και την ευρύτερη περιοχή της Δυτ. Στερεάς Ελλάδος.

«Η Αποκλείστρα, έγραφε στην αναφορά του προς τον Μαυροκορδάτο ο Γεώργιος Λέλης, είναι εν πλάγιον ήμερον βουνόν εις τρίγωνον σχήμα. Δύο φάραγγες διαιρούν τας δύο γωνίας, η δε τρίτη γωνία διαιρείται από τον Αράκυνθον, όρος υψηλόν. Η διαίρεσις εκ των φαράγγων και από το αντίκρυ μέρος και από το δώθεν, είναι βράχοι δύσβατοι και αδύνατον να πατηθώσιν από ανθρώπους εκτός αν πρώτον με σχοινιά κατέβουν εις το χάος, ήτοι εις την κλίνην των φαράγγων και από εκεί ανέβουν εις τον βράχον της Αποκλείστρας, έχοντα ύψος ίσον με το αντίκρυ, εις μερικά μέρη υπέρ τους 200 πήχεις και εις άλλα περισσότερον∙ το χαμηλότερον μέρος εις μικρόν διάστημα όχι ολιγότερον από τας 20 πήχεις· εις το βάθος αυτών των δύο φαράγγων τρέχουν ή πηγάζουν διάφορα νερά, τα οποία σχηματίζουν ρύακας, οίτινες ενώνονται εις τον Αγαλιανόν, όστις πίπτει εις τον Αχελώον. Οι ρύακες αυτοί τρέφουν ικανά ψάρια, τα λεγόμενα πέστροφες.

Η τρίτη γωνία, ήτις είναι η υψηλότερα θέσις της Αποκλείστρας, επειδή πίπτουν οι πρόποδες του Αρακύνθου και η Αποκλείστρα υψώνουσα τας κορυφάς της, αποκατασταίνεται και από αυτό το μέρος πάντη δύσβατος και οχυρά, έχουσα ύψος υπέρ τους 300 πήχεις, ώστε κατά την απόφασίν μας του να κοπούν μονοπάτια, από τα οποία μόλις απερνούν γίδια και να καούν εις διάφορα μέρη τα χαμηλότερα ελάτια, από τα οποία είναι όχι ολίγα, γίνεται ως μία νήσος και με ολίγην φυλακήν, με μόνον 100 άνδρας κατασταίνεται απόρθητος, επειδή από όλην την περιφέρειάν της μόνον γυναίκες να στέκονται να κυλούν λιθάρια δεν ημπορεί να πλησιάσει άνθρωπος η δε είσοδος της, ήτις είναι πλησίον του υψηλότερου μέρους, και αυτή δεν έχει ειμή δύο πηχών πλάτος διαμέσου βράχων και μόνον τρεις άνθρωποι εμποδίζουν το έμβασμα.

Προς δυσμάς είναι το Απόκουρον και προς μεσημβρίαν το Κράββαρι και από τα άλλα μέρη τα διάφορα τμήματα Καρπενησίου· η δε θέσις της είναι εκ του τμήματος των Βλαχοχωρίων και έχει πλησίον μικράν κώμην Καστανιάν, των κατοίκων της οποίας είναι ιδιοκτησία η Αποκλείστρα και έχουν και σπαρσίματα μέσα, δια τα οποία τους υπεσχέθην την άμεσον αποζημίωσιν εκ μέρους της Διοικήσεως, καθώς και δια τον τόπον της ιδιοκτησίας των, αν κατοικηθεί εν καιρώ αποκαταστάσεως. Το σύνορον Αποκούρου απέχει μίαν ώραν και το Κιορτοβόν, χωρίον Αποκούρου, δύο ώρας· η δε του Κραββάρου σχεδόν τρεις ώρας· η περιφέρεια της έσωθεν είναι τριών ωρών διάστημα, έξωθεν όμως υπέρ τας εννέα ώρας· τρεις χιλιάδες οικογένειαι χωρούν να κατοικήσωσι και εν καιρώ ανάγκης κατοικούν ως πέντε χιλιάδες, διότι νόσον δεν φοβούνται δια το εύκρατον της θέσεως, και υπέρ τας εξ χιλιάδας ζώα, οπόταν χρειασθούν να κλείσουν προς τροφήν των· χίλια πεντακόσια όμως ημπορούν να τρέφωνται δι’ όλον το καλοκαίρι. (Εφημ. «Ελληνικά Χρονικά» Μεσολόγγιον, 25 Ιουνίου 1824).

Αυτή είναι η πιο παλιά περιγραφή που έχουμε για την Αποκλείστρα και την οφείλουμε σε έναν άνθρωπο που την περπάτησε και τη γνώρισε σπιθαμή προς σπιθαμή, γιατί σ’ αυτόν ανατέθηκε από τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο να επιστατήσει στην οχύρωση της.

Πουθενά ο Γεώργιος Λέλης δεν κάνει αναφορά σε σπηλιά. Η περιγραφή του είναι απόλυτα σαφής και δεν αφήνει περιθώρια για παρερμηνείες: «Η Αποκλείστρα είναι εν πλάγιον ήμερον βουνόν εις τρίγωνον σχήμα».

Ωστόσο δεν ξέρω ποιος, πότε και γιατί θεώρησε την Αποκλείστρα ως σπηλιά με πρωτοφανείς μάλιστα διαστάσεις (ύψος ανοίγματος 100 μέτρα, πλάτος βάσεως 25 μ. και βάθος 50 μ). Αλλά και αρκετοί κατά καιρούς μελετητές εδώ, στη σπηλιά της Αποκλείστρας, πιθανολόγησαν και την ύπαρξη του αρχαίου μαντείου του Οδυσσέα, για το οποίο τόσο ο Αριστοτέλης (Ιθακήσιων Πολιτεία), όσο και ο Νίκανδρος (Αιτωλικά) μας αναφέρουν ότι υπήρχε στη χώρα των Ευρυτάνων που ήταν το πολυπληθέστερο από τα τρία φύλα (τα άλλα δύο ήταν οι Αποδοτοί και Οφιονείς) που αποτελούσαν, κατά τον ιστορικό Θουκυδίδη (3ο βιβλίο, κεφ. 94) «το μέγα και μάχιμον έθνος των Αιτωλών».

Συνεχίζεται…

Η Αποκλείστρα της Καστανιάς, ένα ξεχωριστής σημασίας μνημείο της Ευρυτανίας
και όλης της Δυτικής Στερεάς Ελλάδαος.
(Φωτογραφία Γιάννη Δ. Υφαντόπουλου, 13 Οκτωβρίου 2002)
Το ερειπωμένο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στην Αποκλείστρα της Καστανιάς Ευρυτανίας . Εδώ μεταφέρθηκε για ασφάλεια και η εικόνα της Παναγίας της Προασιώτισσας και ίσως εδώ λειτουργήθηκε και ο Στρατάρχης της Ρούμελης Γεώργιος Καραϊσκάκης.
(Φωτογραφία:
Γιάννη Υφαντόπουλου, Αύγουστος 1967)