Γράφει ο Δημήτρης Ευαγγελοδήμος, δημοσιογράφος, συγγραφέας

Μέρος Β΄, από το υπό τελική επεξεργασία νέο βιβλίο μου «Οι εκκλησιές μου»

Το 1962 η ανακαίνιση της Αγίας Τριάδας είχε ουσιαστικά ολοκληρωθεί. Τι απέμεινε; Η διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου και η αποκατάσταση των τοιχογραφιών που είχαν υποστεί μεγάλες ζημιές από την υγρασία. Τον Ιούλιο 1962 ο επιμελητής Αρχαιοτήτων καθηγητής Παναγιώτης Βλάχος υπέβαλε αίτημα ώστε «να αποσταλή ενταύθα ειδικός συντηρητής αγιογραφιών προς διαπίστωσιν των γενομένων εις ταύτας φθορών και λήψιν των περαιτέρω  μέτρων διά την κατά τα δεδομένα της τεχνικής επισκευήν τούτων».  Ταυτόχρονα υποβλήθηκε και εγκρίθηκε το σχέδιο διαμόρφωσης του προαυλίου. Έτσι, φτάσαμε στη σημερινή μορφή του δίκογχου ναού με οκτώ κολόνες, που αποτελεί ένα τοπόσημο-στολίδι στο κέντρο της πόλης.

Σε δεύτερη φάση, έγινε εκσκαφή του περίβολου της εκκλησίας που είχε ως αποτέλεσμα το γκρέμισμα του πετρόχτιστου καμπαναριού και τη μεταφορά των καμπάνων στον πύργο του ρολογιού, ο οποίος υψώθηκε κατά έναν όροφο. Ο αρχικός πύργος του ρολογιού είναι παλαιό κτίσμα και το ρολόι αποτελεί δωρεά των αργυροχρυσοχόων αδελφών Χρ. και Ν. Τσιτσόπουλων που δραστηριοποιούνταν στο Καρπενήσι, την Κωνσταντινούπολη, τη Λάρισα και στην Αθήνα.  Τη συντήρηση του ρολογιού επί πολλά χρόνια είχε αναλάβει ο ωρολογοποιός Γιάννης Νείλας. Αξιοσημείωτη είναι επίσης η αναφορά σε ένα μικρό ηλιακό ρολόι ακριβείας πάνω από την είσοδο του πύργου.

Όλα αυτά αναφέρονται με κάθε λεπτομέρεια στην έκδοση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και της Ερανικής Επιτροπής Ανακαινίσεως (1963) με επιμέλεια του καθηγητή Παναγιώτη Βλάχου -εξαιρετικά δυσεύρετου πλέον βιβλίου- «Το Χρονικόν της Ανακαινίσεως του Ι. Ναού Αγίας Τριάδος Καρπενησίου (1960-1964)». Όπως διευκρινίζεται, το βιβλίο αυτό εκδόθηκε σε απάντηση στο βιβλίο του Πάνου Ι. Βασιλείου «Η Εκκλησία Αγ. Τριάδα του Καρπενησιού», Αθήνα 1962, που εκδόθηκε δημοσία δαπάνη από το Εθνικό Τυπογραφείο με φροντίδα του Προοδευτικού Συλλόγου των εν τη Περιοχή Πρωτευούσης Καρπενησιωτών «Το Βελούχι» που συγκροτήθηκε το 1961 με πρόεδρο τον στρατηγό Νικόλαο Γωγούση και γενικό γραμματέα τον Σεραφείμ Τριανταφύλλου. «Το προϊόν εκ της διαθέσεως της πρώτης ταύτης εκδόσεως, θέλει χρησιμοποιηθεί διά την επισκευήν και τον ευπρεπισμόν του ιστορικού ναού Αγία Τριάς Καρπενησίου», σημειώνεται στην αρχή του βιβλίου. Ενώ παράλληλα δεν γίνεται καμιά αναφορά για την τελική ανακαίνιση ούτε για τον ρόλο του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου ούτε για τον αγώνα της Ερανικής Επιτροπής. Αντίθετα, ο Βασιλείου αρκέστηκε στα όσα του είπαν οι Γωγούσης και Τριανταφύλλου, αφήνοντας να εννοηθεί ότι σε  αυτούς ανήκε η πρωτοβουλία της ανακαίνισης του ναού. Επίσης στο ίδιο βιβλίο ο Βασιλείου επαναλαμβάνει επίμονα την πρότασή του για νέα αγιογράφηση του ναού, χαρακτηρίζοντας τις υφιστάμενες τοιχογραφίες «ασήμαντα νεότερα έργα», «έργα που ξέφυγαν όχι μόνο από τα γνωστά καλούπια της βυζαντινής τεχνοτροπίας, αλλά που παρουσιάζουν και αφόρητη κακοτεχνία και κυρίως χωρίς την απαιτούμενη έμπνευση η οποία μόνο με την γνώση της τεχνικής, μπορεί να μάς δώσει έργα δημιουργικής». Και αλλού: «Όπωσδήποτε θέλω να πιστεύω ότι ο Ευγένιος δεν θα ήτο δυνατόν να ανεχθή το σημερινό τέμπλο και τις κακότεχνες τοιχογραφίες που υπάρχουν στην εκκλησιά αυτή, αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψη την με πελεκητό λευκόλιθο εξωτερική λιθοδομή της».

Αυτές οι αναφορές έκαναν έξαλλους τους πρωτεργάτες της ανακαίνισης και προχώρησαν στην έκδοση του προαναφερθέντος βιβλίου με το χρονικό των εργασιών, και παράλληλα έστειλαν επιστολή  στον Πάνο Βασιλείου επισημαίνοντας τις παραλείψεις του: «Αίσθησιν όμως προυκάλεσεν εις ημάς η εν τη υποσημειώσει μόνον της σελίδος 69 του βιβλίου μνεία περί γενομένων εργασιών για την ‘‘επέκτασιν και ανακαίνιση της εν λόγω εκκλησίας’’.  Επειδή τα εν αυτή αναφερόμενα στοιχεία, παρασχεθέντα εις υμάς παρ’ ‘‘εκπροσώπων του ανωτέρω μνησθέντος Συλλόγου-Σωματείου’’ είναι ελλιπή εν πολλοίς, μη αποδίδοντα την αλήθειαν και ως προς την έκτασιν των γενομένων μέχρι τούδε πολλαπλών εργασιών, και εκ του λόγου, ότι αν έλλειπε παντελώς η εις το βιβλίον υποσημείωσις αύτη, θα έμενεν εις τον αναγνώστην  η εντύπωσις, ότι η ανακαίνισις ευρίσκεται εν τη ενάρξει, της σχετικής πρωτοβουλίας οφειλομένης εις τον ως προείρηται Σύλλογον, ιδρυθέντα κατά μήνα Μάιον 1961».

Εν πάση περιπτώσει και αφού δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις η Αγία Τριάδα κληροδοτήθηκε στους επερχόμενους όπως τη θαυμάζουμε σήμερα  και χρέος όλων είναι να τη φροντίζουν καθώς της πρέπει. Διότι συνεχίζει να είναι αναπόσπαστο κομμάτι από τη ζωή μας, και στους πιστούς και στους άπιστους. Εδώ αναζητούμε τη θεία χάρη, απ’ εδώ εκπέμπουμε τις προσευχές μας, εδώ είναι η τελική καταφυγή. Εδώ ευχόμαστε «βίον ανθόσπαρτον» στα νέα ζευγάρια, εδώ λέμε «να σάς ζήσει»  στα καινούργια βλαστάρια μας, από εδώ συνοδεύουμε τους φίλους μας στην τελευταία κατοικία τους και εδώ τους μνημονεύουμε. Όλοι μας κάποια στιγμή της ζωής μας θα σταθούμε κάτω από τον πολυέλαιό της. Εδώ γιορτάζουμε κι απ’ εδώ ξεκινάμε την Κυριακάτικη έξοδό μας.

Η δική μου βιωματική σχέση με την Αγία Τριάδα ξεκίνησε εξ απαλών ονύχων.

Όταν συμπληρώθηκε ο κατάλληλος χρόνος, τουτέστιν έφτασα την Τετάρτη Δημοτικού, διάβηκα το δεξί παραπόρτι του τέμπλου και μπήκα στο Ιερό για να ξεκινήσω την καριέρα μου ως παπαδοπαίδι, μαζί με άλλα παιδιά, μεγαλύτερα εμού τα περισσότερα! Το μυαλό μου απασχολούσε να δω και να καταλάβω τι στο καλό συνέβαινε εκεί μέσα, να μάθω τα λειτουργικά, να κατανοήσω τα ιερά σκεύη και τη χρησιμότητά τους. Αυτό μου πήρε αρκετό χρόνο, καθώς πολλοί συμβολισμοί συνόδευαν κάθε τι. Αυτό που αντιλήφθηκα αμέσως ήταν ότι και μέσα στο Ιερό υπήρχε μια ταξική ιεραρχία. Ο πρώτος λόγος ανήκε στον γιο του παπά. Αυτός «αντ’ αυτού» όριζε τις εργασίες καθενός: Ποιος θα ασχοληθεί με το ζέον, ποιος με το θυμιατό, ποιος με την κοπή του αντίδωρου. Επίσης με ποια σειρά έκαστος θα πάρει τη λαμπάδα ή το εξαπτέρυγο ή το θυμιατό για τη Μικρή ή Μεγάλη Είσοδο, με την πιο τιμητική θέση να κατέχει εκείνος που έχει το θυμιατό. Ανάλογα με το ύψος του καθενός γινόταν και η διανομή των στιχαρίων, αν ουδείς και ουδέποτε φορούσε στιχάριο ανάλογο του ύψους του· σε άλλους ήταν κοντό με τα πόδια τους να περισσεύουν και σε άλλους ήταν μακρύ αχρηστεύοντας έτσι το ένα χέρι με τοι οποίο το κρατούσαν ώστε να μην το πατήσουν. Χρόνια αργότερα διάβασα μια εγκύκλιο  του μακαρίτη Χριστόδουλου, που ως αρχιεπίσκοπος καθοδηγούσε τους ιερείς πως να φέρονται στα «παπαδάκια».

Ως «παπαδάκι» πάντως στο Ιερό Βήμα της Αγίας Τριάδας δεν ευδοκίμησα και πολύ καθώς μάλλον του ζήλου μου υπερίσχυε ο ατίθασος χαρακτήρας μου. Έτσι, κι ενώ είχε φτάσει ο καιρός να φέρω στη Μεγάλη Είσοδο το θυμιατό, αν και αυτό ήταν ιδιαίτερα τιμητικό, αφού έδειχνε ότι κατακτώ βήμα βήμα την ιεραρχία ανάμεσα στα «παπαδάκια», εντούτοις στάθηκε η αφορμή να τα εγκαταλείψω. Τι συνέβη; Εκείνο το πρωί προσήλθα καθυστερημένος και έτσι μου έδωσαν να φορέσω το τελευταίο στιχάριο που είχε απομείνει, που αντιστοιχούσε όμως σε πανύψηλο «παπαδάκι». Όπως είναι γνωστό ο φέρων το θυμιατό προηγείται πισωπατώντας  και τούτο καταστρεπτικό είναι για όποιον το επιχειρεί φορώντας στιχάριο πέντε-έξι νούμερα μεγαλύτερο του κανονικού του. Έτσι λοιπόν μπροστά στην Ωραία Πύλη, πάτησα το στιχάριο και βρέθηκα να κάθομαι στο σκαλοπάτι του Ιερού Βήματος προσπαθώντας να περισώσω το θυμιατό με τα καρβουνάκια του. Αυτό ήταν και το τέλος της σταδιοδρομίας μου ως «παπαδάκι», χωρίς αυτό να μειώσει σε τίποτε τον σεβασμό μου απέναντι στην εκκλησία και τον θαυμασμό μου στον ναό, που γιορτάζει κάθε χρόνο ανήμερα του Αγίου Πνεύματος.