Κατακαημένη Ρούμελη τι σου ‘μελλε να πάθεις;
Μία φράση που φυσικά ταιριάζει σε όλα όσα περνάει η χώρα μας, ο λαός μας και φυσικά και ο τόπος μας. Το λες ότι κινείται και στα πλαίσια του πεσιμισμού, αλλά τι να κάνουμε, δεν χρειάζεται να τα ωραιοποιούμε όλα και να τα παρουσιάζουμε ‘στολισμένα’ με αβρότητες και γλαφυρές περιγραφές, ενώ η πραγματικότητα είναι αυτή που είναι και μετριέται με αριθμούς και στατιστική. Και σε ό,τι αφορά τον τόπο μας μάλλον αυτή είναι η κατάσταση πολλών δεκαετιών, που το μοναδικό θετικό που μπορούμε να υποστηρίζουμε αδιαπραγμάτευτα είναι ότι έχουμε αυτόν τον τεράστιο φυσικό πλούτο και την απαράμιλλη ομορφιά του.
Αφορμή μια συζήτηση που είχα προ ημερών με έναν συντοπίτη μας, που ξέρει καλά τα γεγονότα του τόπου μας από τα παλιά, τα πρόσωπα, τους πολιτικούς, τις ‘άγραφες ιστορίες’, τα παρασκήνια και τα παραλειπόμενα, όσα δηλαδή δεν είναι και πολύ ευχάριστο να θυμόμαστε γιατί φανερώνουν μια άλλη αλήθεια απ΄ την ιστορία που γράφουν ως γνωστόν οι νικητές ή που γράφεται για τους νικητές. Οι ιστορίες ίσως για πολλούς όχι πρωτάκουστες… μου περιέγραφε πως κερδίζονταν οι εκλογικές αναμετρήσεις στο νομό,πως ελέγχονταν οι ψήφοι των μικρών χωριών με τα σόγια που καθόριζαν πολλές φορές τη νίκη της κάλπης, για τους πολιτικούς που παραμονές των αναμετρήσεων γυρόφερναν τα σοκάκια και χτυπούσαν ως τα ξημερώματα πόρτες, μοιράζοντας ό,τι μπορούσαν και ό,τι βαστούσαν, για τους διορισμούς κάθε νέου που ήθελε να ξεφύγει από την φτωχή Ευρυτανία, αλλά δεν ήθελε να φύγει από την χώρα του και να ξενοδουλέψει, για την εκδούλευση από το πιο μικρό, ως το πιο μεγάλο χατίρι, για τους δρόμος που έπρεπε να φτάσουν σε κάθε μαντρί, για τα γεφύρια και τα αλισβερίσια τύπου ‘Μαυρογιαλούρου’. Ιστορίες για όλη αυτή την φιλοσοφία, να αντιμετωπίζεις έναν τόπο και τους ανθρώπους του, ένα ολόκληρο καθεστώς και μια νοοτροπία που έμεινε στον τόπο μας, ακολουθώντας περισσότερο ή λιγότερο ό,τι περιγράφει και χαρακτηρίζει την χώρα μας όλο τον προηγούμενο αιώνα, έως σήμερα.
Άραγε για πόσα γεφύρια, για πόσους δρόμους στα μαντριά, για πόσες θέσεις στο δημόσιο, και ποιο χρηματικό ποσό, για ποια εκδούλευση, αξίζει η σημερινή πραγματικότητα του τόπου μας, τα έρημα χωριά, τα ερειπωμένα πατρογονικά, ο γεροντικός πληθυσμός, ο ανεκμετάλλευτος πλούτος του. Άξιζαν άραγε οι Ευρυτάνες, που όταν έφυγαν από τον τόπο τους, ξενιτεύτηκαν και κατάφεραν με την εργατικότητα, την επιμονή τους και τον ορεσίβιο πυρήνα τους να πετύχουν και να διακριθούν, αλλά και όσοι έμειναν πίσω, αυτή την αντιμετώπιση και αυτή την προσέγγιση από τους πολιτικούς που καθόρισαν τις τύχες αυτού του τόπου;
Φτάνοντας στο σήμερα, που ζούμε στην εποχή της ωραιοποίησης, των γλαφυρών περιγραφών, των ευγενικών χαρακτηρισμών, που μας αρέσει μόνο να ακούμε τα καλά και να περιγράφουμε μόνο τα θετικά του τόπου μας. Αλλά για όποιον ζει και βιώνει την πραγματικότητα και την καθημερινότητα στην Ευρυτανία, τα έρημα χωριά της και την κωμόπολη που έχει για πρωτεύουσα, ξέρει πολύ καλά ότι τα πράγματα στον τόπο μας εδώ και χρόνια είναι σε μια διαρκή πτωτική πορεία. Ποιος ξέρει πότε θα σταματήσει αυτή; Όταν ανακάμψει η χώρα, σίγουρα η Ευρυτανία θα έχει πολλά προβλήματα και θα δυσκολευτεί να ανακάμψει κι αυτή μαζί, χωρίς υποδομές, ανθρώπους και κυρίως χωρίς όραμα για το μέλλον. Για πόσο ακόμα θα είναι άραγε η καημενούλα στην καρδιά της Ρούμελης;