Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Πολλά υδαρή φαγητά έτρωγε ο Ευρυτάνας, από τη θρυλική βραστογαλιά μέχρι την πανεθνική μας φασολάδα, γι΄ αυτό χρειαζόταν τα πιάτα. Το πρόβλημα του δεν ήταν πως να τα βρει (εύκολα πελεκούσε μια καυκιά) αλλά πως να τα γεμίσει. Τα πιάτα οι Βυζαντινοί, ανεξάρτητα από το υλικό κατασκευής τους, τα έλεγαν πινάκια. Ο μόνιμα πεινασμένος Πτωχοπρόδρομος γράφει: «Μην να τσακώσω πίνακα κανέναν εις τας χείρας». Εν αρχή τα πινάκια ήταν τα ΞΥΛΙΝΑ, από υλικό που έβρισκαν άφθονο στα δάση και στα χωράφια τους κι οι ξυλογλύπτες που τα έφτιαχναν ήταν περίσσιοι και οι μη κατασκευαστές αυτών τα προμηθεύονταν από την αχρήματη πρωτόγονη ανταλλακτική οικονομία. Έφεραν το γενικό όνομα «καυκιά» από την ομοιότητά τους με το καύκαλο της χελώνας, που στη ανάγκη ίσως θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως πιάτο. Έτσι είχαμε:

Το καυκάκι ή καυκόπουλο. Είχε το μέγεθος ενός σημερινού μπολ και τάιζαν μ΄ αυτό τα παιδιά ή τα είχαν για άλλες ετερόκλητες χρήσεις.

Το καυκί. Είχε το μέγεθος και τη χρήση ενός κλασσικού πιάτου.

Η καυκιά. Ήταν ένα μεγάλο και βαθύ πιάτο σε μέγεθος σουπιέρας και αποτελούσε το τυπικό σκεύος μιας χορταστικής βραστογαλιάς και τέλος είχαν

Το κλειδοπίνακο. Τούτο ήταν κυρίως σκεύος εκστρατείας. Είχε μέγεθος καυκόπουλου με καπάκι, για την άφοβη μεταφορά εντός του τρουβά ημιστερεών τροφών (βουστίνα, τυρί, ελιές κ.ά.). Βέβαια χρησιμοποιούταν και για κάλυψη διαφόρων ενδοοικιακών αναγκών.

Τα ΠΗΛΙΝΑ ήταν τα βασικά σκεύη που χρησιμοποίησε ό άνθρωπος στην αυγή του πολιτισμού, όμως στα κουζινικά του ορεινού νοικοκυριού κατείχαν την τρίτη θέση, με πρώτα τα ξύλινα και δεύτερα τα χάλκνα και τούτο γιατί ήταν ευάλωτα και επιπλέον -σε σχέση με τα ξύλινα- απαιτούσαν χρήματα για την αγορά τους. Γενικά λέγονταν τσανάκια (από το τουρκ. canak). Ήταν τα πιο… πολιτικοποιημένα σκεύη γιατί εκφράζουν την ιδεολογία της συντριπτικής πλειοψηφίας των ψηφοφόρων, αλλά και των πολιτών παραπέρα. Η τετρακοσαετής θητεία μας υπό τον τούρκικο ζυγό, μας έκανε τους καλύτερους τσανακογλύφτες της Ευρώπης. Επίσης η έκφραση «χώρισαν τα τσανάκια τους» δηλώνει διακοπή συνεργασίας. Η καλή όμως ποιότητα τους, έναντι των ξύλινων, ανάγκαζε τον ορεσίβιο να ζοριστεί όχι μόνο να τα αγοράζει, αλλά και να τα προσέχει.

Βασικά ήταν τρία είδη:

To τσανάκι. Είχε ως μέγεθος τη χωρητικότητα ενός πιάτου και ως όνομα έναν ακόμα προσβλητικό χαρακτηρισμό, υποδηλώνοντας τον αχρείο και το σκουληκιάρη άνθρωπο.

H τσανάκα. Είχε το μέγεθος μιας σουπιέρας κι ήταν κι αυτή ιδανική για μια πετυχημένη βραστογαλιά. Η εξευρωπαϊσμένη έκφραση της καυκιάς και της τσανάκας είναι γαβάθα (λατ. gavata).

H μεγάλη τσανάκα. Ήταν αρκετά μικρότερη από μια ιδίου σχήματος πήλινη λεκάνη-σκάφη. Οι Βυζαντινοί αυτά τα μεγάλα «λεκανοειδή» σκεύη τα έλεγαν πίνακες κι ήταν τόσο μεγάλα, ώστε να χωράει μέσα το… κεφάλι του Ιωάννη του Προδρόμου, όταν η Ηρωδιάδα ζήτησε από τον Ηρώδη την «κεφαλήν του επί πίνακι», καθώς επίσης και ογκώδεις ποσότητες φαγητού (κοινόχρηστο ψητό κρέας, πίττα, μοσχαροκεφαλή κ.ά.).