Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Ήταν φθινόπωρο και στη βρύση είδα τον παππού το γερο-Φώτη να στουμπάει με δυο πέτρες τα καρύδια και να τα τρώει, ενώ εγώ με τους νεογιλείς μου οδόντες τα ροκάναγα κανονικά.
-Γιατί τα στουμπάει και μετά τα τρώει; ρώτησα τη μάνα μου.
-Δεν έχει δόντια και δεν μπορεί να φάει, μου απάντησε. Και τότε σκέφτηκα ότι γρήγορα θα πεθάνει. Και είχα δίκιο. Όταν η φύση μας στερεί τα δόντια, μας ετοιμάζει για ανακύκλωση.
Η αξία των γαϊδάρων μετριέται με τα δόντια τους. Ούτε χάρισμα ο φαφούτης γάιδαρος. Όμως στους ανθρώπους είναι διαφορετικά και τούτο το χρωστάμε στις μασέλες. Αυτό είναι το θαυματουργό εργαλείο, που παλιά με τη ορθολογική του χρήση έδιωχνε το χάρο, ενώ σήμερα με την κατάχρηση τον προσκαλεί. Την πρώτη εικόνα της μασέλας, μού την αποκάλυψε -αηδιαστικά- ο γείτονας γέρο-Μαραβίτσας, όταν την έβγαζε και την έγλυφε. Τότε ήταν που από το «Τροχείον μυαλού» έμαθα ποιος και πως μπορεί να δαγκώσει τ΄ αυτιά του. Απάντηση: O φαφούτης με τη μασέλα του. Από τότε έτυχε να δω αρκετές άγριες μασελοκαταστάσεις.
Θέατρο μασελο-αποκαλύψεων ήταν τα λεωφορεία εκείνης της εποχής, που βρωμούσαν απαίσια και οι επιβάτες διέθεταν ένα μεγάλο απόθεμα βουνίσιας καθαρότητας.Ο εμετός ήταν η πρώτη αντίδραση στη βρώμα και η έξοδος της μασέλας από το στόμα η δεύτερη. Τη λύση την έδιναν οι σακούλες, οι οποίες συνήθως ήταν χάρτινες και μετά από λίγο τρυπούσαν από το υδαρές περιεχόμενο με όλες τις παρενέργειες. Συνήθως μετά την πρώτη χρήση οι εισπράκτορες τις πέταγαν από το παράθυρο.
Ο μπάρμπα-Νίκος σπάνια ταξίδευε με το λεωφορείο γιατί τον «έπιανε». Μια φορά όμως αναγκάστηκε να το πάρει για να πάει στην πόλη. Σε κάτι στροφές φώναξε για σακούλα. Του έδωσαν μία, έκανε τον εμετό του και την πέταξε από το παράθυρο. Σε λίγο πάει μπροστά στο οδηγό και του λέει να σταματήσει επειγόντως. Το λεωφορείο σταμάτησε κι ο μπάρμπας κατέβηκε και έφυγε γρήγορα προς τα πίσω.
-Πολύ ντροπιάρης ο μπάρμπας, λέει ο οδηγός, θέλει να χέσει κι εξαφανίστηκε. Αργούσε να γυρίσει και ο οδηγός αποφάσισε να πάει πίσω να τον μαζέψει. Όμως τον βλέπει στη στροφή να έρχεται τρέχοντας. Μόλις έφτασε λέει απολογούμενος:
-Μωρέ προχτές την έβαλα την κωλομασέλα και την πλήρωσα πεντακόσιες δραχμές.
Μια γριά ζαλισμένη απ’ το ταξίδι, κάθισε σε μια καρέκλα στο πρακτορείο και σε κάποια στιγμή άρχισε να χολοπαθιέται: «τι έπαθες θεια;» τη ρώτησε ο οδηγός του λεωφορείου με το οποίο ταξίδευε. «Τι να πάθου φούλη μ’ ικεί π’όκαμα μιτό, μ’ όφιβγι κι η μασέλα μ’ » Ο οδηγός, θυμόταν που πέταξε τη σακούλα ο εισπράκτορας και της λέει: «Περίμενε θεια και μη στεναχωριέσαι». Δεν ήταν και μακριά, πήγε με το λεωφορείο και σε λίγο την έφερε μέσα σε καινούργια σακούλα. Η θεια την πήρε την χοντροσκούπισε με το φουστάνι της, ευχαρίστησε με το παραπάνω τον οδηγό κι έφυγε χαρούμενη μ΄ ένα λαμπερό μασελοχαμόγελο. Η θέση της μασέλας στα στόματα των μεσο-υπερηλίκων κλονίστηκε με την εμφάνιση των εμφυτευμάτων, όμως η κρατούσα δυσπραγία στα οικονομικά των ασθενέστερων κρατά τη μασέλα σταθερά στην πρώτη θέση. Οι παλιότεροι Ρωσοπόντιοι στην Ελλάδα είχαν μανία να βάζουν χρυσές μασέλες και όταν μιλούσαν ή γελούσαν το στόμα τους ήταν κατακίτρινο και ήταν περήφανοι γι΄ αυτό. Ως αριστοκράτες της μασέλας είχαν αμάχη με τους παρακατιανούς γύφτους. Μια φορά σ΄ ένα νοσοκομείο ένας απ΄ αυτούς τσακώθηκε μ΄ έναν γύφτο ο οποίος τον απείλησε ότι θα χέσει μες στο στόμα του. Έξαλλος Ρωσοπόντιος έβγαλε τη χρυσή του μασέλα την έδειχνε στους παρευερισκόμενους και ωρυόταν: «Ποιος είσαι συ βρε σκατόγυφτε που θα χέσεις αυτή τη μασέλα!»