Η Λένα Διβάνη είναι πρώην καθηγήτρια στη Νομική Σχολή Αθηνών και συγγραφέας. Ένα βράδυ, όπως εξομολογείται η ίδια, είδε τη Διδώ Σωτηρίου στον ύπνο της να τη ρωτάει πότε θα γράψει κάτι για εκείνη. Εκείνη απάντησε πως δεν ξέρει πώς να το κάνει και η Διδώ αποκρίθηκε «έτσι όπως μιλάμε». Έτσι, γεννήθηκε η βιογραφία της Διδώς. Μια βιογραφία με χαρακτηριστικά περιπέτειας, δράματος, κατασκοπείας, θρίλερ…

Η Διδώ Σωτηρίου έκανε πολλά ραντεβού με την ιστορία. Ήταν ασορτί με την Ελλάδα. Δράμα η Ελλάδα, δράμα κι εκείνη.

Από μία πλούσια οικογένεια στο Αϊδίνι βρέθηκε στη Σμύρνη, μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, και από εκεί στην Αθήνα. Την υιοθέτησαν οι θείοι της και την μετέφεραν στον Πειραιά, όπου πέρασε μέρες και νύχτες περιμένοντας τους γονείς της. Έζησε την Ισπανική Γρίπη, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τη Δικτατορία. Είδε την αδερφή της, την Έλλη, να φυλακίζεται και κατόπιν να γίνεται υποψήφια για εκτέλεση με τον Νίκο Μπελογιάννη. Στο μεταξύ, η ίδια έγραφε σε παράνομα έντυπα για τον αντιφασιστικό αγώνα. Έπαιρνε συνεντεύξεις από τους τραυματίες του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Έζησε τη μέρα που πάτησαν οι Γερμανοί το πόδι τους στην Αθήνα. Έπειτα, ήρθε η εξορία της Έλλης. Οι αρχές ξεκίνησαν να καταδιώκουν και την ίδια. Κλείστηκε σε κάποιο Ψυχιατρείο για να γλυτώσει. Κατέληξε να μεγαλώνει το παιδί της αδερφής της και, σαν αποκορύφωμα, βίωσε τον θάνατο του αγαπημένου της συντρόφου, Πλάτωνα.

Η ζωή της δεν ήταν μία κανονική ζωή. Είχε πολλά γυρίσματα, ανάποδες στροφές, λεωφόρους ανοιχτές, γκρεμούς. Παρ’όλ’ αυτά, ήταν ένα πρόσωπο που γυρνούσε τη δυστυχία σε φως. Με την αντίληψη πως ο άνθρωπος ορίζει την τύχη του, επέλεγε η ίδια τους ανθρώπους που είχε κοντά της. Επεδίωκε να μορφωθεί σε μια εποχή που η γυναίκα δεν επιτρεπόταν να έχει φιλοδοξίες ενώ αργότερα στα τελευταία της χρόνια ονόμαζε τα εγκεφαλικά που πέρασε «εγκεφαλικούλια».

Σαν να μας μιλάει από κάπου ψηλά, η Λένα Διβάνη την παρουσιάζει να μας μεταφέρει τις σκέψεις της για τη σημερινή εποχή και να στοχάζεται για τον δικό της βίο:

« […] Σας παρακολουθώ τώρα που κάνετε σαν τρελοί, γιατί φτωχύνατε με την κρίση ή κλειστήκατε στο σαλονάκι σας λόγω του ιού. Σιγά τη συμφορά! σας φωνάζουν αποκεί ψηλά ψυχές και ψυχές, στρατιές ολόκληρων κολασμένων. Συμφορά είναι να βλέπεις το παιδί σου να τουμπανιάζει και να πεθαίνει απ’ την πείνα, όχι να σε απολύει το αφεντικό σου και να κρέμεσαι από το επίδομα ανεργίας… […] Μεγάλη παγίδα η καλοπέραση, δεν το ξέρεις; […] Ξέρεις πόσες φορές το σκέφτηκα ότι ήταν τύχη και όχι ατυχία όλες οι τραγωδίες που τύχανε στη χώρα και σ’ εμένα; Γιατί σε αναγκάζουν να ορθώσεις ανάστημα, να αποφασίσεις ποιος είσαι και τι ήρθες να κάνεις σ’ αυτή τη ζωή. Δεν το ‘παμε; Ο άνθρωπος είναι σαν το σκόρδο, αν δεν το λιώσεις, δε βγάζει την πραγματική του μυρωδιά. Κι εγώ αν δεν μου ‘χαν τύχει όλα αυτά, μπορεί να είχα γίνει μια μαντάμ Σουσού, ποιος ξέρει…».