Όνομα: Κώστας Γαντζούδης
Ιδιότητα: Πρόεδρος Τ.Κ. Επινιανών
Τόπος διαμονής: Επινιανά
Τόπος καταγωγής: Επινιανά
Ένα οδοιπορικό στα Επινιανά και ένα αφιέρωμα στην προσωπική ιστορία του κ. Κώστα Γαντζούδη, του σημερινού Προέδρου της Τοπικής Κοινότητας Επινιανών, για το πως αποφάσισε την δεκαετία του ’80 να επιστρέψει μαζί με την οικογένειά του στο εγκαταλειμμένο του χωριό και ουσιαστικά να το ‘αναστήσει’. Το ρεπορτάζ προβλήθηκε από τον τηλεοπτικό σταθμό OPEN TV και την εκπομπή ΕΜΕΙΣ με την Ίνα Ταράντου και την επιμέλεια του Γιώργου Δ. Λεμπέση. ‘Πως η θέληση ενός ανθρώπου, αναγέννησε ένα ολόκληρο χωριό’ ήταν ο τίτλος του ρεπορτάζ που περιέγραψε μια ανάποδη ιστορία απ΄ αυτές που έχουμε συνηθίσει και που μιλούν για την ερήμωση της Ευρυτανίας. Η απόφαση του κ. Κώστα Γαντζούδη να επιστρέψει στα ερημωμένα Επινιανά μαζί με την οικογένειά του, να ανοίξει το Δημοτικό Σχολείο σε ένα χρόνο και ουσιαστικά να γίνει η αφετηρία για να πάρει ξανά το χωρίο ζωή, δίνει το πιο αισιόδοξο μήνυμα για το μέλλον του τόπου μας που συνεχίζει ακόμα και σήμερα να ερημώνει…
‘‘Έφυγα στα 12 μου χρόνια αναγκαστικά απ’ το χωριό για να πάω Γυμνάσιο στο Αγρίνιο. Μου έλειπε το χωριό, αλλά τη δεκαετία του ‘70 η πολιτεία αποφάσισε να μας πάει μετανάστες στη Λιβαδειά και λογικό ήταν το χωριό να μαραζώσει να πέσουν τα σπίτια. Το 1985, ενώ είχα ήδη παντρευτεί στην Αθήνα, αποφάσισα να επιστρέψω στο χωριό όπου είχαν μείνει 20 άτομα. Όλοι νόμιζαν ότι τρελάθηκα γιατί οι συνθήκες ήταν δύσκολες, δεν υπήρχε ρεύμα, ούτε νερό και περπατήσαμε πέντε ώρες με δύο παιδιά μου για να φτάσουμε. Στην αρχή μέναμε σε μια παράγκα που τη διαμορφώσαμε, ένα δωμάτιο ήταν όλο κι όλο, βάλαμε και ένα διώροφο κρεβάτι για τα παιδιά.
Το σχολείο του χωριού είχε κλείσει και για ένα χρόνο το μεγάλο μου παιδί πήγαινε σχολείο στα Άγραφα, από τη Δευτέρα το πρωί έως την Παρασκευή το βράδυ. Την επόμενη χρονιά ζήτησα να μου φέρουν δάσκαλο γιατί υπήρχαν άλλα δύο παιδάκια στον κοντινό οικισμό, το Ασπρόρεμα, αλλά μου είπαν ότι μόνο αν υπάρχουν τέσσερα παιδιά μπορούσαν να στείλουν δάσκαλο και ότι με τρία δεν γινόταν. Έτσι αναγκάστηκα να γράψω στο σχολείο και το δεύτερο το παιδί μου, το οποίο δεν ήταν ακόμα σε ηλικία για να πάει στο σχολείο και έτσι όντως αποκτήσαμε δασκάλα στο σχολείο μας.
Η δασκάλα έμεινε σε ένα δωμάτιο δίπλα στο δικό μας, στην παράγκα, που το είχα φτιάξει με καλάμια. Παράλληλα ο πατέρας των παιδιών άρχισε να αναρωτιέται με ποιο τρόπο θα επικοινωνεί με τα παιδιά του που έμεναν στο χωριό και του υποσχέθηκα ότι θα προσπαθήσω να βρω ένα τρόπο για να λυθεί το πρόβλημα και ότι θα φτιάξουμε το τηλέφωνο. Υπήρχε μια πολύ παλιά γραμμή μέχρι το Ασπρόρεμα και ζήτησα από τον ΟΤΕ να φτιάξει την γραμμή μέχρι τα Επινιανά και μου είπαν ότι χρειάζονταν 50 εκατομμύρια αλλά δεν υπήρχαν τα χρήματα. Έτσι τους είπα να μου δώσουν δεκαπέντε χιλιόμετρα καλώδιο και έτσι λοιπόν συνδέσαμε το χωριό μας με Ασπρόρεμα, που το φόρτωσα στην πλάτη και με τα πόδια το φτάσαμε εκεί.
Αναγκάστηκα να κάνω όλες τις δουλειές, ηλεκτρολόγος, υδραυλικός, σκεπές, πατώματα, όλο το χωριό το έχω φτιάξει με τα χέρια μου. Η δύναμη που με έκανε να γυρίσω πίσω ήταν τα παιδικά μου χρόνια. Σημασία δεν έχει από πού ξεκίνησες, αλλά που πορεύεσαι και πού θες να φτάσεις.
Ο επίλογος του δημοσιογράφου, ένας ύμνος στην αγάπη ενός ανθρώπου για την πατρίδα του: ‘‘Πατρίδα μας τα παιδικά μας χρόνια’’, τίποτα δεν θα μπορούσε να ταιριάζει περισσότερο σε αυτή την ιστορία όπου ο κύριος Κώστας έστησε από την αρχή έναν τόπο εγκαταλελειμμένο. Έκανε τους ανθρώπους να επιστρέψουν και έτσι αναγεννήθηκε το χωριό, ανακαλύφθηκε από επισκέπτες και ξαναχτίστηκε.
Νομίζω ότι γενικότερα για έναν άνθρωπο της εποχής μας είναι αδιανόητο να σκεφτεί κανείς ότι πήρε τα παιδιά του μωρά, έφτασε μέχρι εκεί που έφτανε ο δρόμος, περπάτησε πέντε ώρες, μέσα στο κρύο, μέσα στις κακουχίες, μέσα κατολισθήσεις, για να φτάσει στο ερειπωμένο χωριό του, για να φτάσει εκεί που ήταν η καρδιά του’’.