Ο Πλούτος και η Ευτυχία

21956

Ακούγοντας το Τρίτο Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας την ημέρα των Θεοφανείων, εκεί ανάμεσα στη μουσική, η παραγωγός του σταθμού αρχίζει να διαβάζει μια ιστορία για τα Φώτα. Ήταν τόσο γλυκιά και παραστατική η ανάγνωσή της που με έκανε να ακούσω την ιστορία μέχρι τέλους, όπως κάναμε παιδιά. Ήταν η ιστορία του Ξενόπουλου ‘Ο Πλούτος και η Ευτυχία’ που αξίζει να την παραθέσω πιο κάτω, έστω και ‘κουτσουρεμένη’ λόγω οικονομίας χώρου.
«―Γιαγιά, αλήθεια απόψε ανοίγει ο ουρανός;
―Ναι, παιδάκι μου, γιατὶ ξημερὠνουν τ’ άγια Θεοφάνεια. Και όποιος αγρυπνήση και προφτάσει σ’ εκείνη την απόκρυφη ώρα…
―Το ξέρω, γιαγιά μου, το ξέρω. Μπορεί να ζητήσει ότι θέλει απ’ το Θεὸ και του γίνεται.
―Ναι, μα φτάνει να ζητήση ένα πράμα μονάχα…
Το παιδάκι αποφάσισε ν’ αγρυπνήση.…
Μέσα στην αστροσπαρμένη μαυρίλα πρόβαλε έξαφνα μια λάμψη ζωηρή, που έσβησε όλα τ’ αστέρια. Ένα φως γλυκὸ χύθηκε τότε στην Κτίση και τα αγιασμένα νερὰ της λίμνης εκεί πέρα έλαμψαν σαν αναμμένα. Στο θέαμα αυτὸ το παιδάκι τα σάστισε, Του φάνηκε σα να είδε αγγέλους να πετουν εκεί ψηλὰ μέσα στὸ φωτεινὸ ἄνοιγμα καὶ ἕνα ὁλόχρυσο ποταμὸ νὰ τρέχη στὸν οὐρανό,καθὼς λένε, τὸν Ἰορδάνη. Στον τρόμο του, στη θάμβωσή του, στη σαστιμάρα του, λησμόνησε τι είχε να ζητήσει και έβλεπε βουβό… Μονάχα την τελευταία στιγμή, που συνήρθε λιγάκι, πρόφτασε να πει ένα λόγο. Και σβηνόταν πια η θεία λάμψη, σαν ακούστηκε στον αέρα της νύχτας η ψιλὴ φωνούλα του παιδιού: Πλούτο.
…Τι λαμπρὸ και απίστευτο θαύμα! Να τον άκουσε τάχα ο Θεός; Πρόφτασε να μιλήσει σε κατάλληλη στιγμή; Αχ! και θ’ αποχτούσε τον πλούτο, το ένα πράμα, που ζήτησε με την καρδιά του το φτωχὸ παιδάκι;
Όταν αποκοιμήθηκε κατὰ το πρωί, είδε ένα παράξενο όνειρο· τόσο ζωηρό, που ακόμη και τώρα δεν ξέρει εὰν κοιμόταν πραγματικὰ ή αν αγρυπνούσε με πυρετό. Του φάνηκε, ότι μπήκε έξαφνα στην κάμαρά του ένας άνθρωπος. Ήταν νέος, παιδὶ μάλιστα αμούστακο. Το πρόσωπό του έλαμπε απὸ την ομορφιὰ και η φορεσιά του απὸ την πολυτέλεια… Είχε φτερούγια χιονάτα και χαμόγελο γλυκό.
―Άγγελος… ψιθύρισε το παιδάκι τρομαγμένο.
―Δεν είμαι άγγελος, αποκρίθηκε ο νέος, είμαι ο Πλούτος, που ζήτησες απόψε.
―Εσένα θέλω, Πλούτε μου, σε θέλω να μείνεις πάντα μαζί μου. Είδα, ότι όλη η ευτυχία βρίσκεται πάντα με σένα και απὸ πολὺν καιρὸ εσὺ είσαι το όνειρό μου.
―Βλέπω, ότι με αγαπάς πραγματικὰ και ήθελα να μείνω μαζί σου… Αλήθεια! Τι όμορφη ζωή, που θα περνούμε! Θα κατοικούμε σε παλάτια ολομάρμαρα, θα κοιμώμαστε σε ολόχρυσο κρεβάτι, θα σκεπαζόμαστε με σεντόνια μεταξωτά…
―Α, τι καλά! φώναξε το παιδάκι. Και το γέλιο δε θα λείπει απὸ τα χείλη μας και η χαρὰ απὸ την καρδιά μας. Κάθισε, Πλοῦτε μου. Θέλω να είμαι μαζί σου δοξασμένος και ευτυχής. Ο νέος έχασε με μιας το γέλιο του, ακούμπησε πάνω στο ραβδί του καὶ είπε με περίλυπη φωνή:
―Αυτὸ είναι ίσα ίσα, που θέλω να σου πω… Εγὼ δεν μπορώ να σου εγγυηθώ, ότι δε θα λείπει απὸ τα χείλη σου το γέλιο κι απὸ την καρδιά σου η χαρά… α, όχι, όχι…
―Μα γιατί;
―Γιατί;… Και τι μπορώ τάχα να σου κάνω εγώ, όταν θὰ έρχεται ο πόνος και η θλίψη; Ποιος ξέρει αν δε θα με θέλεις, για να πληρώνεις πάντα γιατροὺς και γιατρικά; Ποιος σου είπε αν μ’ εμένα θα εύρεις την αληθινὴ αγάπη, την αδελφικὴ φιλία, εκείνη που θέλεις; Ποιος σου υποσχέθηκε, ότι μαζί μου θ’ απολαύσεις τις χάρες της καλής καρδιάς, του φωτισμένου μυαλού, της καθαρής συνείδησης; Ποιος σε βεβαίωσε ότι στο σπίτι σου θα βασιλεύει η τιμή, η αγάπη, η χαρά, η αρμονία;… Α! πόσο στάθηκες, παιδάκι μου, απατημένος! Γύρεψες απὸ μένα εκείνο που έπρεπε να ζητήσεις απὸ τὴν Ευτυχία.
―Απὸ την Ευτυχία… ψιθύρισε το παιδάκι με απελπισμένη φωνή.
―Μάλιστα, απὸ την Ευτυχία. Και πώς; Δεν την ξέρεις; Είναι ένα κοριτσάκι μικρὸ αυτὴ η Ευτυχία, όμορφο, γελαστό, με κάτασπρη απλὴ φορεσιὰ σαν το χιόνι. Την ακολουθεί σα σωματοφυλακὴ ένα πλήθος παιδάκια με γέλια και φωνές, που γεμίζουν τον αέρα. Αυτὴ μονάχη είναι ικανή, όταν σε πάρει και σένα στην ακολουθία της, να σε κάνει να μη λείπει απὸ τα χείλη σου το γέλιο και απὸ την καρδιά σου η χαρά, αδιάφορο αν θα κατοικείτε στην καλύβα ή στο παλάτι, αν θα φορείτε χρυσὰ ή κουρέλια.
―Πλούτε μου, καλέ μου φίλε, συγχώρεσέ με, δεν το σκέφτηκα. Έκανα λάθος. Την Ευτυχία έπρεπε να ζητήσω, την Ευτυχία ζητούσα, την Ευτυχία ζητώ.
―Θέλεις λοιπὸν την Ευτυχία. Καλά, εγὼ φεύγω. Και φεύγω, άκουσε, όχι γιατὶ δε με θέλεις, αλλὰ γιατὶ δεν πρόφτασες να με ζητήσεις την κατάλληλη ώρα. … Χαίρε, είπε ο Πλούτος κι εξαφανίστηκε.
Το παιδάκι δόξασε το Θεό. Έτσι είχε καιρὸ πάλι, του χρόνου, πιο φωτισμένο και πιο ήσυχο, να αγρυπνήσει την ίδια νύχτα και να ζητήσει απὸ τον ουρανὁ την Ευτυχία, μονάχα την Ευτυχία».
Καλή Φώτιση!
Ελένη Ευαγγελία Αρωνιάδα
Εκδότρια