Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Κάθε φορά που κατεβαίνω στο Κλεινόν Άστυ, θα κάνω οπωσδήποτε την… αθηνότσαρχά μου. Ξεκινώ από το Κέντρο με την βιβλιότσαρχα και καταλήγω στις υπώρειες της Ακρόπολης, να χαζεύω τα σκουπίδια του πολιτισμού μας στο γιουσουρούμ, όπως κατάντησαν τα προβιομηχανικά και πρωτοβιομηχανικά σκεύη, εργαλεία και αντικείμενα, που εξυπηρέτησαν επαξίως κάποτε τις ανάγκες των ανθρώπων και τώρα αντικαταστάθηκαν από άλλα τελειότερα κι αυτά πετάχτηκαν στη χωματερή. Κάπου εκεί, κοντά στην πλατεία Κουμουνδούρου, σ΄ ένα υπόγειο υπήρχε ένα μπαουλάδικο, που πουλούσε, απ΄ ότι θυμάμαι, μπαούλα και φορτσέρια. Το χώρο ευωδίαζε η αλευρόκολα της τέχνης και τους τοίχους ευλογούσαν τα μεράκια των τεχνιτών με τις αφίσες των ημίγυμνων καλλονών.
Τα μπαούλα τους ήταν δύο κατηγοριών. Τα λαϊκά με εσωτερική επένδυση από χαρτί ταπετσαρίας και εξωτερική θωράκιση από φτηνή λαμαρίνα και τα ακριβά μεσοαστικά με εσωτερική επένδυση τσόχας και εξωτερική θωράκιση ενισχυμένη ακριβή και με πολλά ποικίλματα.
Εσωτερικά το λαϊκό μπαούλο ήταν μονόχωρο, για να χωράει όσο πιο πολλά τσόλια και άλλα είδη προικός. Εκεί οι κοπέλες εναπόθεταν τα όνειρά τους και τις ελπίδες τους για ένα καλό γαμπρό, γιατί αυτός δεν ορέγονταν μόνο τις χάρες τις νύφες αλλά εποφθαλμιούσε και το περιεχόμενο των μπαούλων της. Το μεσοαστικό-αρχοντικό μπαούλο μέσα είχε θήκες συρτάρια και συρταράκια, που φυλάσσονταν τα ακριβά ενθυμήματα του νοικοκύρη και τα κειμήλια του νοικοκυριού (παράσημα, μετάλλια, τίτλοι σπουδών, συμβόλαια και άλλα που πιστοποιούσαν την κοινωνική τάξη του αρχοντικού) και φιλοξενούνταν τα κοσμήματα και τα μπιζού της οικοδέσποινας, που αναδείκνυαν τη φιλαρέσκεια και την ομορφιά της.
Στο ορεινό λαϊκό νοικοκυριό για την αποθήκευση των διαφόρων ειδών του νοικοκυριού χρησιμοποιούνταν ξύλινα ορθογώνια κιβώτια που ανάλογα με το μέγεθος, την ποιότητα κατασκευή και τα αποθηκευμένα αντικείμενα είχαν διάφορα ονόματα. Πρώτο ήταν το προαναφερθέν μπαούλο < ιταλ. baule < λατ. baiulo, που φυλασσόταν η υφαντουργική προίκα των κοριτσιών -όπως προείπαμε- στη πρώιμη φάση της αστικοποίησης εμφανίστηκε το ντιβανομπάουλο, που ήταν ντιβάνι με ενσωματωμένο μπαούλο. Δεύτερη ήταν η κασέλα < βυζ. κασέλα < βεν. casela που ήταν μακρουλό ορθογώνιο ευτελούς συνήθως κατασκευής, για τη φύλαξη ευτελών ή όχι πραγμάτων. Παράγωγά της είναι οι ψαροκασέλες και τα κασελάκια.Τρίτο είναι το σεντούκι < βυζ. σανδούκιον < αραβ. sandik, είναι μικρό σχετικά μπαούλου, που παραπέμπει σε φύλαξη θησαυρών. Τέταρτο είναι το φορτσέρι (ιταλ. forziere), που ήταν μικρό μπαούλο, σαν το σεντούκι και φυλάσσονταν μέσα σερβίτσια και οικιακά είδη. Για την αξία των μπαούλων ισχύει το αρχαίο: «μέτρον χρημάτων απάντων άνθρωπος».
Ο νέος και η νέα δίνουν αξία στο μπαούλο τους, αν δημιουργήσουν οικογένεια και προκόψουν και κληροδοτήσουν στα παιδιά τους ένα άλλο μπαούλο, με περισσότερο κι ακριβότερο περιεχόμενο, από αυτό που κληρονόμησαν. Ο γέρος αν έχει τίτλους καλών αγώνων θα αξιώσει το μπαούλο της ζωής του, είτε είναι λαϊκό είτε αρχοντικό. Αλλιώς, αν είναι φτηνό θα καταλήξει σκουπίδι στη χωματερή κι αν είναι ακριβό στο γιουσουρούμ, που τόσο ανθεί στις παρυφές της πλατείας Κουμουνδούρου