Μικρά Υδροηλεκτρικά στην Ευρυτανία:
Ο νομικός Γιώργος Καραβίδας αποκλειστικά στον Ευρυτανικό Παλμό μιλά για τις επιπτώσεις τους στο φυσικό περιβάλλον
Παράλληλα με το πρόσφατο νομοσχέδιο για τη διαχείριση του νερού που έχει ξεσηκώσει θύελλες αντιδράσεων από φορείς, αντιπολίτευση, πολίτες και το ίδιο το Συμβούλιο της Επικρατείας, το θέμα της διαχείρισης και εκμετάλλευσης του νερού έρχεται στο προσκήνιο και στον τόπο μας, βλέποντας τις νέες αιτήσεις για Μικρά Υδροηλεκτρικά (ΜΥΗΕ) στην Ευρυτανία.
Συγκεκριμένα η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) ανάρτησε τον πίνακα με τις νέες αιτήσεις χορήγησης Βεβαίωσης ή Βεβαίωσης Ειδικών Έργων και αιτήσεων τροποποίησης που υποβάλλονται εντός του κύκλου υποβολής Φεβρουαρίου 2023. Ο πίνακας περιλαμβάνει και τις αιτήσεις για την Ευρυτανία που ανέρχονται στον αριθμό εννέα, σε Καρπενήσι και Άγραφα.
Ο Ευρυτανικός Παλμός μιλά για το θέμα με τον κ. Γιώργο Καραβίδα, ο οποίος είναι Νομικός, Υποστράτηγος (ε.α.) Νομικού Σώματος Ε.Δ., Δημοτικός Σύμβουλος Δήμου Μουζακίου Καρδίτσας, Ιδρυτικό μέλος του Δικτύου Φορέων και Πολιτών για την Προστασία των Αγράφων και μέλος λοιπών περιβαλλοντικών κινημάτων.
Ε.Π. Την Κυριακή που μας πέρασε πραγματοποιήθηκε Ημερίδα στην Αθήνα, για τις ΑΠΕ στην Ευρυτανία. Μεταξύ αυτών αναπτύχθηκε και το ζήτημα των Μικρών Υδροηλεκτρικών, για το οποίο έχετε προσωπικά ασχοληθεί ως νομικός και μέλος Περιβαλλοντικών κινημάτων. Ποια είναι η εικόνα που έχουμε σήμερα για τα ΜΥΗE τη στιγμή που όλοι μιλούν για ‘πράσινη’ ανάπτυξη στην παραγωγή ενέργειας;
Γ.Κ. Αυτή τη στιγμή η εγκατεστημένη ισχύς των μικρών υδροηλεκτρικών στη χώρα μας ανέρχεται στα 256 MW και εκκρεμούν εκατοντάδες άλλες αιτήσεις για νέες άδειες ισχύος άνω των 1000 MW, παρότι με βάση τη σχετική ΚΥΑ η συνολική ισχύς των μικρών υδροηλεκτρικών δεν επιτρέπεται να ξεπεράσει για τη χώρα μας τα 350 MW. Τα ΜΥΗΕ προωθούνται στη χώρα μας ως μια εναλλακτική πηγή παραγωγής ενέργειας με σκοπό την αντιμετώπιση της αποκαλούμενης «κλιματικής κρίσης», χωρίς, ωστόσο, να λαμβάνονται υπόψη ως προς αυτό οι πραγματικές τους δυνατότητες, δεδομένης της ασήμαντης ποσότητας της παραγόμενης απ’ αυτά ενέργειας. Για το τελευταίο αρκεί να αναφερθεί ότι χρειαζόμαστε περισσότερα από 50 μικρά υδροηλεκτρικά μέσης ισχύος (2 MW έως 2,5 MW), με τις αντίστοιχες εκτροπές νερών από τις κοίτες ποταμών, τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις, τις δεσμεύεις υδάτινου δυναμικού, κ.λ.π., για να πάρουμε την ενέργεια που μας δίνει ένα μεγάλο υδροηλεκτρικό, όπως π.χ. αυτό της Λίμνης Πλαστήρα (ισχύος 129,9 MW). Τα ίδια ΜΥΗΕ προωθούνται χωρίς ουσιαστικό σχεδιασμό, στη λογική του «όπου ρέμα και ποτάμι εκεί και ένα ή και περισσότερα μικρά υδροηλεκτρικά», χωρίς την οποιαδήποτε εκτίμηση των σωρευτικών επιπτώσεων των συγκεκριμένων πρακτικών και λογικών, με αποτέλεσμα μη αναστρέψιμες περιβαλλοντικές επιπτώσεις, περιορισμούς ή και δεσμεύσεις στη χρήση του νερού για άλλες, εξίσου ή και περισσότερο αναγκαίες για την παραγωγική διαδικασία ανάγκες, αλλά και κάτω από καταστρατήγηση ή και παραβίαση ισχυουσών διατάξεων του ελληνικού και ευρωπαϊκού Δικαίου.
Ε.Π. Μπορείτε να αναφερθείτε επιγραμματικά στις σοβαρότερες από τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των μικρών υδροηλεκτρικών;
Γ.Κ. Όπως τα μεγάλα έτσι και τα μικρά υδροηλεκτρικά εκμεταλλεύονται μεγάλες υδατοπτώσεις, που όμως ΔΕΝ είναι φυσικές (π.χ. καταράκτες), κάτι που συχνά κάποιοι αφήνουν να αιωρείται, αλλά δημιουργούνται με υδροληψίες (μικρά φράγματα) σε μεγάλα υψόμετρα και εκτροπές του νερού από τις κοίτες ορεινών ρεμάτων και ποταμών, με χρήση αγωγών ακόμα και χιλιάδων χιλιομέτρων. Η συγκεκριμένη, ωστόσο, μέθοδος συνεπάγεται τεράστιες και καταστροφικές επιπτώσεις στο περιβάλλον, που επιφέρουν οι μεγάλης έκτασης και μεγέθους εκσκαφές για τον εγκιβωτισμό των αγωγών εκτροπής του νερού, η διάνοιξη νέων δρόμων, οι κοπές δένδρων και οι εκχερσώσεις δασικών εκτάσεων, το στέρεμα της κοίτης των ρεμάτων και ποταμών εξαιτίας της εκτροπής των νερών τους, η αναπόφευκτη καταστροφή της ιχθυοπανίδας των ρεμάτων και ποταμών αλλά και της παραποτάμιας χλωρίδας και πανίδας τους (πολλές φορές και σπάνιων ή προστατευόμενων ειδών), κ.ο.κ..
Ε.Π. Τι ακριβώς εννοείτε μιλώντας για περιορισμούς ή και δεσμεύσεις στη χρήση του νερού εξαιτίας των μικρών υδροηλεκτρικών;
Γ.Κ. Η πολιτεία χορηγεί στους ιδιώτες επιχειρηματίες των ΜΥΗΕ «άδειες χρήσης νερού», οι οποίες, ακόμα κι αν σήμερα χορηγούνται για παραγωγή ενέργειας, εγκυμονούν άμεσο κίνδυνο «ιδιωτικοποίησης» του υδάτινου δυναμικού των ρεμάτων και ποταμών μας. Τούτο, τουλάχιστο υποδηλώνουν δηλώσεις των ίδιων επιχειρηματιών πως «….όποιος θέλει νερό για τον κήπο του, τώρα πρέπει να έρθει σε μένα, εγώ έχω τώρα τα δικαιώματα!!!» και πως «…θα προέχει πάντα η λειτουργία της επιχείρησής μου, έναντι οποιωνδήποτε άλλων χρήσεων νερού…». Δηλώσεις που επιβεβαιώνονται, δυστυχώς, και μέσα από αποφάσεις αρμόδιων οργάνων και υπηρεσιών περί αδειοδότησης μικρών υδροηλεκτρικών, σύμφωνα με τις οποίες «…προτεραιότητα έναντι της λειτουργίας ενός μικρού υδροηλεκτρικού έργου σε μια περιοχή έχουν ΜΟΝΟ τα νομίμως υφιστάμενα δικαιώματα χρήσης νερού…», μόνο αυτά, δηλαδή, που ήδη υπάρχουν κατά την αδειοδότηση του έργου και συνοδεύονται και με αντίστοιχες «άδειες χρήσης» της πολιτείας. Φαντάζομαι όλοι μας να αντιλαμβανόμαστε αυτό που τα παραπάνω συνεπάγονται για το χαρακτήρα του νερού ως «φυσικού και δημόσιου αγαθού» αλλά και για την επιβίωση ή την παραγωγική ανάπτυξη ενός τόπου.
Ε.Π. Και ποιες είναι οι νομικές διατάξεις, που τα ΜΥΗΕ καταστρατηγούν ή παραβιάζουν;
Γ.Κ. Τα ΜΥΗΕ χωροθετούνται ανεξέλεγκτα σε κάθε ορεινή και ημιορεινή περιοχή της χώρας, κυρίως σε δάση ή δασικές εκτάσεις, παραβιάζοντας έτσι Συνταγματικές διατάξεις (άρθρο 24) για την προστασία του περιβάλλοντος και την απαγόρευση μεταβολής του χαρακτήρα των δασών και δασικών εκτάσεων, παρά μόνο για όλως εξαιρετικές περιπτώσεις, που σ’ εμάς ούτε ισχύουν ούτε και εξετάζονται καν. Παραβιάζεται η Οδηγία 2000/60 της ΕΕ για την προστασία των υδάτων, αφού οι αρμόδιες υπηρεσίες αδιαφορούν απέναντι στη σιωπή των αναθεωρημένων Σχεδίων Διαχείρισης Υδάτων και εγκρίνουν «οικολογικές παροχές» για ΜΥΗΕ κατά παράβαση της συγκεκριμένης Οδηγίας. Επίσης, η αδειοδότηση των ΜΥΗΕ βασίζεται στο παρωχημένο σήμερα και ουδέποτε αξιολογηθέν, ως θα έπρεπε, ΕΠΧΣΑΑ-ΑΠΕ (ΦΕΚ 2464/2008), που έχει καταστεί επιβλαβές για το φυσικό και πολιτιστικό περιβάλλον, με αποτέλεσμα να παραβιάζονται κι εδώ Συνταγματικές διατάξεις ( βλ. άρθρα 24 παρ. 1 και 2, 79 παρ. 8 και 106 παρ. 1). «Άδειες Παραγωγής» της Ρυθμιστικής Αρχής Ενέργειας έχουν λήξει, με τη συγκεκριμένη, όμως, Αρχή να μην έχει εφαρμόσει ποτέ, ως όφειλε, τη θεσμοθετημένη περί ανάκλησής τους για το συγκεκριμένο λόγο διαδικασία. Και πόσα, ακόμα, θα μπορούσαμε εδώ να παραθέσουμε.
Ε.Π. Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύτηκαν εννέα μόνο στην Ευρυτανία νέες αιτήσεις αδειοδότησης για Μικρά Υδροηλεκτρικά Εργοστάσια. Τι σημαίνει αυτό πρακτικά για το νομό μας;
Γ.Κ. Σημαίνει τεράστιες περιβαλλοντικές καταστροφές κατά το στάδιο κατασκευής αλλά και λειτουργίας των αδειοδοτημένων έργων. Νέοι δρόμοι με αντίστοιχες επεμβάσεις σε δάση και δασικές, κυρίως, εκτάσεις, που δε θα εξυπηρετούν άλλες ανάγκες παρά μόνο αυτές της κατασκευής και λειτουργίας των συγκεκριμένων έργων. Σημαίνει εκτροπές νερών από τη φυσική τους ροή για μήκος πολλών χιλιομέτρων και ξερές κοίτες ρεμάτων και ποταμών για όλο το μήκος εκτροπής και για το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου, εξαιτίας των ανεπαρκών ή μη τηρούμενων οικολογικών παροχών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ιχθυοπανίδα των θιγόμενων ρεμάτων και ποταμών αλλά και την παραποτάμια χλωρίδα και πανίδα ή και για τον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα της περιοχής. Σημαίνει, ακόμα, περιορισμούς ή και αποκλεισμούς στη χρήση του νερού, καθώς έναντι οποιασδήποτε άλλης χρήσης και ιδίως μελλοντικής ανάγκης (που, αναπόφευκτα, δε μπορεί από τώρα να προσδιοριστεί) προτάσσεται αυτή της παραγωγής ενέργειας. Κι όλ’ αυτά έναντι υποσχόμενων (τονίζεται αυτό) και πενιχρότατων (ιδιαίτερα σε σχέση με τις προκαλούμενες περιβαλλοντικές καταστροφές και τις δεσμεύσεις στη χρήση του νερού) ωφελημάτων, γνωστών ως «ανταποδοτικά» ή ως «αντισταθμιστικά».
Ε.Π. Πώς υποδέχονται οι τοπικές κοινωνίες τα Μικρά Υδροηλεκτρικά εργοστάσια; Υπάρχουν αντιδράσεις;
Γ.Κ. Στην αρχή και με δεδομένη την προπαγάνδα της συμβολής τους στην απαλλαγή από ορυκτά καύσιμα και της αντιμετώπισης της «κλιματικής κρίσης», σε συνδυασμό με τις υποσχέσεις για «ανταποδοτικά» και αντισταθμιστικά» δεν ήταν λίγες οι τοπικές κοινωνίες που ενέδωσαν εύκολα και αγκάλιασαν τα μικρά υδροηλεκτρικά. Τα δεδομένα, ωστόσο, σήμερα άλλαξαν, αφού στην πράξη έχει αποδειχθεί η ασημαντότητα της παραγόμενης από τα ΜΥΗΕ ενέργειας και, κατά συνέπεια, και η πενιχρή τους συμβολή στην απαλλαγή μας από τα ορυκτά καύσιμα. Επιπλέον, έχουν γίνει αντιληπτές και οι περιβαλλοντικές καταστροφές αλλά και οι περιορισμοί ή και οι δεσμεύσεις στη χρήση του νερού που από τα μικρά υδροηλεκτρικά προκαλούνται, με τις τελευταίες, μάλιστα, να βρίσκουν έκφραση μέσα από τις δηλώσεις επενδυτών, όπως ανέφερα παραπάνω, που προκαλούν ιδιαίτερη ανησυχία στις τοπικές κοινωνίες, καθώς σ’ αυτές διαβλέπουν την απώλεια, χάριν των ΜΥΗΕ, της ιδιότητας του νερού ως φυσικού και δημόσιου αγαθού, με τον έλεγχό του να περνά στους ιδιώτες επενδυτές των ΜΥΗΕ. Και ενόψει όλων των ανωτέρω οι τοπικές κοινωνίες πλέον αντιδρούν και, μάλιστα, με συνεχώς αυξανόμενη ένταση.
Ε.Π. Η έντονη λειψυδρία των τελευταίων ετών σε όλη τη χώρα και την Ευρυτανία προκαλεί προβληματισμό. Πιστεύετε ότι μπορούν να επηρεάσουν αυτό το φαινόμενο οι ΑΠΕ;
Γ.Κ. Θα πρέπει να γραφτούν πολλά ως απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα, αν ληφθούν υπόψη και οι υπόλοιπες ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκα, κ.λ.π.) που προωθούνται στη χώρα μας. Επιγραμματικά αυτό που μπορεί να ειπωθεί είναι πως και μόνο όσα γράφονται για τις επιπτώσεις των ΑΠΕ στο μικροκλίμα της κάθε περιοχής αρκούν για να γίνουν αντιληπτές και οι επιπτώσεις τους στην επάρκεια του υδάτινου δυναμικού. Ειδικότερα, τώρα σε ό,τι έχει σχέση με τα μικρά υδροηλεκτρικά, αναπόφευκτες είναι, όπως ήδη επισημάνθηκε, οι επιπτώσεις στον υπόγειο υδροφόρο ορίζοντα εξαιτίας των μήκους αρκετών χιλιομέτρων εκτροπών των νερών εκ της κοίτης των ποταμών, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην επάρκεια υδάτων για τις αντίστοιχες περιοχές. Σε κάθε περίπτωση και πέρα από τη λειψυδρία ως φυσικό φαινόμενο, οι τοπικές κοινωνίες θα έρθουν έτσι κι αλλιώς στην πράξη αντιμέτωπες με αντίστοιχες συνέπειες, εξαιτίας των περιορισμών στη χρήση του υδάτινου δυναμικού της περιοχής τους χάριν της λειτουργίας των μικρών υδροηλεκτρικών.
Ε.Π. Ποια η γνώμη σας για το νέο νομοσχέδιο για τη διαχείριση του νερού που προκάλεσε αντιδράσεις από πολίτες, πολιτικούς ακόμη και από το ΣτΕ;
Γ.Κ. Φαίνεται πως δεν αρκούν οι χορηγούμενες σε ιδιώτες «άδειες χρήσης νερού» με πρόσχημα την παραγωγή ενέργειας από μικρά υδροηλεκτρικά, που ανωτέρω αναφέρθηκαν και που ξεκάθαρα μπορούν να αποτελέσουν προθάλαμο ιδιωτικοποίησης του φυσικού και δημόσιου αγαθού του νερού, με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο επιχειρείται το τελικό χτύπημα στο νερό ως φυσικό και δημόσιο αγαθό, αφού στόχος αυτή τη φορά είναι και η ιδιωτικοποίηση της διαχείρισής του. Και τούτο μοιάζει αναπόφευκτο με την κατάργηση της Εθνικής Επιτροπής Υδάτων και τη μεταφορά, μεταξύ άλλων, στην υφιστάμενη ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας κρίσιμων αποφασιστικών και ελεγκτικών αρμοδιοτήτων για την ύδρευση και άρδευση, με έκδηλο τον άμεσο κίνδυνο απώλειας του δημόσιου ελέγχου του κράτους στο δημόσιο αγαθό του νερού. Και μόνο η ανακοίνωση της Ένωσης Δημοτικών Επιχειρήσεων Ύδρευσης Αποχέτευσης, που εκφράζει την έντονη ανησυχία της για τις παρεμβάσεις του συγκεκριμένου νομοσχεδίου στον τομέα υπηρεσιών ύδατος, είναι χαρακτηριστική, καθώς εκτιμά ότι επέρχεται ιδιωτικοποίηση των ΔΕΥΑ, και μάλιστα σε αντίθεση με τις πρόσφατες αποφάσεις του ΣτΕ υπέρ της δημόσιας διαχείρισης του νερού.
Ε.Π. Τι συμβαίνει με τα λεγόμενα «ανταποδοτικά» και «αντισταθμιστικά» οφέλη;
Γ.Κ. Και από μόνοι τους οι όροι «ανταποδοτικά» και «αντισταθμιστικά» πρέπει να προβληματίζουν, αφού σαφώς εμπεριέχουν την έννοια της προσφοράς κάποιου συγκεκριμένου αγαθού ως αντάλλαγμα για την αφαίρεση ή την καταστροφή κάποιου άλλου. Οπότε το πρώτο, εκτιμώ, που πρέπει να κάνει οποιοσδήποτε σε αντίστοιχη περίπτωση είναι η σύγκριση της υποσχόμενης (το τονίζω και πάλι) παροχής με το αγαθό που παραχωρείται, η οποία πρέπει να γίνει, μετά από λεπτομερή και με ιδιαίτερη προσοχή, εξέταση όλων των δεδομένων, προκειμένου να διαπιστωθεί αν τα «ανταποδοτικά» ή τα «αντισταθμιστικά» αποφέρουν, πράγματι, όφελος. Προκειμένου για τα μικρά υδροηλεκτρικά αλλά και τις ΑΠΕ, γενικότερα, τέτοια «οφέλη» παρέχονται είτε από το νόμο είτε και από τους ίδιους του επενδυτές. Ειδικότερα, από το νόμο προβλέπεται ότι 3% επί του τζίρου του κάθε έργου κατανέμεται ως εξής: 1% στους λογαριασμούς των κατοίκων της περιοχής του έργου, 0,3% σε φόρους και 1,7% πιστώνεται σε ειδικούς κωδικούς των οικείων Δήμων, προκειμένου να αξιοποιηθεί για έργα περιβαλλοντικού (και όχι γενικά) χαρακτήρα στην περιοχή του έργου. Για όλα τα παραπάνω, ωστόσο, πρέπει να προηγηθεί η έκδοση αντίστοιχης ΚΥΑ, που, στην καλύτερη περίπτωση, εκδίδεται ανά πενταετία. Από την πλευρά τους οι «επενδυτές» μπορούν να υποσχεθούν διάφορες δελεαστικές συμφωνίες που όμως, όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, δεν τηρούν μετά την ολοκλήρωση του έργου (αναφέρω ως παράδειγμα το μικρό υδροηλεκτρικό στο χωριό «Αργύρι» της Αργιθέας Καρδίτσας, όπου Δήμος και εταιρία κατέληξαν στα δικαστήρια για το συγκεκριμένο ζήτημα). Σε κάθε περίπτωση, τα «ανταποδοτικά» και «αντισταθμιστικά» μηδενίζονται παντελώς, αν συγκριθούν με τους φόρους που ΟΛΟΙ μας πληρώνουμε για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ), όπως το γνωστό ΕΤΜΕΑΡ στου λογαριασμούς ρεύματος, που καταδεικνύουν πως παίρνουν ΑΠ’ ΟΛΟΥΣ ΜΑΣ πολλά για να δώσουν μόνο σε κάποιους πολύ λίγα και με τα υπόλοιπα να καταλήγουν στις τσέπες των «επενδυτών» ΑΠΕ ή των παρόχων ηλεκτρικής ενέργειας.
Ε.Π. Τελικά, βάσει της εμπειρίας σας, προκύπτει τίποτα θετικό από την κατασκευή και λειτουργία των ΜΥΗΕ;
Γ.Κ. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω δεδομένων και προβληματισμών, εκείνο που ο ίδιος πιστεύω για τα ΜΥΗΕ είναι πως άλλοι στόχοι, όπως τα επιχειρηματικά οφέλη σε συνδυασμό με τον επιχειρούμενο έλεγχο του δημόσιου αγαθού του νερού, υπερισχύουν των επικαλούμενων ενεργειακών μας αναγκών, που, υποτίθεται, θα καλυφθούν με τα μικρά υδροηλεκτρικά, δεδομένο που μόνο θετική προοπτική δεν δύναται να προσδώσει στα συγκεκριμένα έργα.