Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας

Αυτή την εποχή και όλο το χειμώνα, με τα χιόνια και τις βροχάδες, ο παραδοσιακός νοικοκύρης χόρταινε τον ύπνο και τον έρωτα. Παράλληλα όμως, λόγω της σεξουαλικής υπερδραστηριότητας, ήταν και η περίοδος των γκαστρωτικών ατυχημάτων και κανένας σοβαρός νοικοκύρης δεν ήθελε καλοκαιριάτικα να έχει ετοιμόγεννη τη γυναίκα και τη γαϊδούρα του γκαστρωμένη. Πάντως γενικά έλεγαν: «ο καλός ο νοικοκύρης το χειμώνα χαίρεται» αρκεί όμως το καλοκαίρι να παίρνει ο κώλος του φωτιά.

Ο Ευρυτάνας δεν έκανε τον ίδιο μονότονο ύπνο, στο ίδιο κρεβάτι για χρόνια.Το καλοκαίρι στην ύπαιθρο έκανε δύο ειδών ύπνους.

Πρώτον τον ύπνο εκστρατείας, με στρώμα τη γης, προσκέφαλο κάποιο λιθάρι και σκέπασμα τη κάπα του. Τέτοιον ύπνο «χόρταιναν» οι κλέφτες κι οι παράνομοι, συγκοιμώμενοι με την γιαννούλα (γιαταγάνι) και την τσουφλέκα τους, τον ίδιον ύπνο κάναμε και μεις, κυρίως τα μεσημέρια, στα χωράφια και τα βοσκοτόπια, χωρίς όμως καμιά Γιαννούλα να μας συντροφεύει.

Ο δεύτερος υπαίθριος καλοκαιριάτικος ύπνος ήταν στο γιατάκι. Αυτόν τον ύπνο τον απολαμβάναμε, όταν αγραυλούσαμε στα χωράφια ή ξεκαλοκαιριάζαμε στα τσοπάνικα γρέκια. Ήταν δε τρυφηλότερος και ηδονικότερος μέσα στη θαλπωρή του τραγότσιολου. Στην ηλικία του νηπιαγωγείου ένα ολόκληρο καλοκαίρι φοιτούσα στο μεγάλο σχολείο του βοϊδολίβαδου. Την μέρα βόσκαγα τις γελάδες κυνηγώντας παράλληλα ακρίδες, σαύρες και άλλα πετούμενα και την νύχτα κούρνιαζα στο γιατάκι μέσα στο πρόχειρο τσαρδί.

Το χειμώνα, με τ΄ αμπάρια του γεμάτα και το κούτσουρα να λαμπαδιάζουν στο μπουχαρί του, ο νοικοκύρης κι η φαμελιά του, χαιρόντουσαν τον ύπνο στο κονάκι τους. Το μικρό σπίτι στέγαζε μια μεγάλη οικογένεια και ήταν χώρος πολλαπλών χρήσεων. Από βρεφοκομείο μέχρι στάβλος, καθώς επίσης υφαντουργείο, τυροκομείο, μαγειρείο και φουρνάρικο. Ο νοικοκύρης εκεί συνήθως απολάμβανε τον ύπνο του, στρωματσάδα με τη γυναίκα του και με μια αρμαθιά παιδιά παραπέρα. Το αντρόγυνο ότι έκανε δεν τόκανε εν κρυπτώ και παραβύστω, ήταν με όλη τη φαμελιά ομοτράπεζο, και… ομόκαπνο. Έτσι ηδονοτρυγούσε και τον έρωτά του. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως νεόνυμφος, άρρωστος ή φιλοξενούμενος κοιμόταν σε πριγκηπικό ξυλοκρέβατο, πάνω σε στρώμα γεμάτο με άχυρο ή μπούλτσια καλαμποκιού.

Μόνιμη κι απάγγεια θέση –χειμώνα καλοκαίρι- είχε στα στερνά του. «Δεν πέθαινε στη ψάθα» όπως λένε, ούτε όμως και σε κρεβάτι, γιατί κανένα από τα δυο δεν είχε στο κονάκι του. Το ψαθί δεν ευδοκιμούσε στον τόπο του και το ξυλοκρέβατο δε χώραγε στο σπίτι του. Δίπλα στο φωτογόνι, πάνω στο αχυρόστρωμα, απολάμβανε την αγκωνή του και την πορδή του. Εκεί εγκατέλειπε τον μάταιον τούτον κόσμο έχοντας γύρω του παιδιά, νύφες, εγγόνια κι ενίοτε δισέγγονα.