Χρονογραφήματα
Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Σύμφωνα με τo Freud το άτομο διανύει μια σειρά από στάδια, με στόχο την ικανοποίηση βιολογικών κυρίως ορμών και ιδιαίτερα της σεξουαλικής του επιθυμίας (libido).
Συγκεκριμένα τα δύο πρώτα στάδια -κατά Freud- είναι τα ακόλουθα:
α) Στοματικό στάδιο (1ο έτος ηλικίας): κύρια πηγή ευχαρίστησης ο θηλασμός. Κατά την ενήλικη ζωή του συνεχίζεται με την… πολυφαγία και τα λοιπά σεξουαλικά ανάλογα (φιλί κ.λπ.)
β) Πρωκτικό στάδιο (2ο και 3ο έτος ηλικίας): Το παιδί αποκτά τον έλεγχο των σφιγκτήρων (ενούρηση, εγκόπρηση) και ο πρωκτός αποτελεί την εστία της ψυχικής έντασης και ικανοποίησης. Το στάδιο αυτό συνεχίζεται με ίδιες μορφές όπως η κένωση αλλά και με άλλες ακατανόμαστες μορφές, που εσχάτως αξιώνονται και προστατεύονται με διάφορους περίεργους νόμους.
Σε μας τους αγροτόπαιδες, κάθε Ιούνιο, την υλοποίηση αυτών των σταδίων την αναλάμβαναν οι κερασιές. Αγαθόν εν επαρκεία ήταν αυτή την εποχή τα κεράσια. Οι νοικοκύρηδες κι οι πρεδάρηδες τις άφηναν σχετικά αφρούρητες στη στομαχική μας πείνα και βουλιμία, με τον οργιάζοντα ερωτισμό και τις ανεβάσταγες ορέξεις μας, γι΄ αυτό και η θρασύτητά μας περίσσευε.
Δυο πιτσιρικάδες ανεβασμένοι σε μια ξένη κερασιά έτρωγαν με την ησυχία τους κεράσια. Περνάει ο αγροφύλακας και τους λέει: “Γιατί βρε παλιόπαιδα τρώτε τα ξένα κεράσια;” και του απαντάνε: “Δεν τρώμε κεράσια μπάρμπα, κουκούτσια φτύνουμε!”
Κατακτώντας μια κερασιά αρχίζαμε τη θεραπεία της στοματικής φάσης καταβροχθίζοντας μια “κοιλιά κεράσια” και κατεβαίναμε αφού ικανοποιούσαμε και την πρωκτική φάση. Η κένωση επί της κερασιάς προσδιόριζε τη μονάδα μέτρησης: “μια κοιλιά κεράσια”.
Οι κερασιές διέθεταν στους πεινασμένους αντάρτες και ληστοφυγόδικους ένα καλό γεύμα, αλλά ταυτόχρονα αποτελούσαν και μια καλύτερη ενέδρα για τους διώκτες τους. Επίσης, ειδικά όταν τα κεράσια υπερωρίμαζαν ήταν μια καλή κυνηγετική ενέδρα για τα κοτσύφια και τ΄ άλλα πετούμενα, που χόρταιναν από τις εκλεκτές λιχουδιές τους. Τέλος σταφιδιασμένα και πεσμένα χαμαί συνέχιζαν να θεραπεύουν την ακόρεστη πείνα μας.
Για να φυτολογήσουμε λίγο, στην περιοχή μας είχαμε τριών ειδών κεράσια. Τα πετροκέρασα, που ήταν τα περισσότερα, τα λεγόμενα κρητικά που ήταν τα καλύτερα και τα άγρια, που συνήθως ήταν στα αζήτητα.
Οι κερασιές μας ήταν ψηλές και τα καλύτερα κεράσια ήταν στις απομακρισμένες κλωνάρες, γι΄ αυτό μια μαγγκουροειδής αγκούτσα ήταν πάντα χρήσιμη.
Τα κεράσια εκτός από εκλεκτά φρούτα άμεσης κατανάλωσης γίνονταν και ωραίο γλυκό, που δεν έλλειπε από κανένα σπίτι, αρκεί να υπήρχε ζάχαρη.
Τα ξυλώδη προϊόντα της δεν είχαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον και τα φυλλώδη της ήταν μια καλή χλωρή γιδοτροφή.
Πάντως και σήμερα η αγαπημένη μου κερασιά, με τις κλωνάρες κατάφορτες με πετροκέρασα, κάθε πρωί μου χτυπάει τη τζαμόπορτα της ανατολικής μου κρεβατοκάμαρας θυμίζοντάς μου ότι ακόμα υπάρχουν «χειλάκια πετροκέρασα», και προσκαλώντας με στο αιώνιο ερωτισμικό πανηγύρι.