Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
Το ψάρεμα στα δικά μας ποτάμια άρχιζε λίγο αργά, γιατί τα νερά αλλά κι ο καιρός έπρεπε να ζεσταθούν.
Στην εφηβεία μας, σχεδόν όλοι, διατελέσαμε ποταμοψαράδες και βέβαια δεν ήμασταν τυχαίοι ψαράδες του “γλυκού νερού”. Ήμασταν γνώστες και μύστες των μυστικών της φύσης και σκληροτράχηλοι στη δύσκολη ποτάμια αλιεία. Οργούσαμε μέσα σε μια οργιάζουσα φύση. Ήμασταν η “βάτος η φλεγόμενη και μη καιόμενη”. Ψαρεύαμε πορφυροκέντητη πέστροφα και μπριάνια. Τα υπόλοιπα, όπως ασπόψαρα κ.ά. απλώς μας εκνεύριζαν. Εκείνο όμως, που ανέβαζε στο βάθρο του πρωταθλητή τον ποταμοψαρά, ήταν η σύλληψη χελιού.
Το ψάρεμα γινόταν με διάφορους τρόπους, νόμιμους και παράνομους. Οι πιο αδέξιοι έπαιρναν μια βαριά και χτυπούσαν δυνατά τις πλακολιθιές, που ήταν μισοβυθισμένες στο νερό και ότι ψαράκι ήταν από κάτω ψόφαγε.
Τίμιο και επιδέξιο ψάρεμα -και το πιο συνηθισμένο- ήταν αυτό που γινόταν με τα χέρια. Γνωρίζαμε πολύ καλά τους βιότοπους της πέστροφας, τα βουράγγια, τα σκαλιά, τις γιάρες και τα ποταμολίθια. Όταν την εντοπίζαμε στη κρύπτη της, δεν την αγριεύαμε με άγαρμπες κινήσεις, παρά τη χαϊδεύαμε μαλακά για να μη φύγει –το χάιδεμα ήταν η μοιραία της αδυναμία- ώσπου να βρούμε ή ν΄ ανοίξουμε τη δεύτερη τρύπα, οπότε με τα δυο χέρια η βάρβαρη σύλληψή της ήταν εύκολη.
Ένα ολοήμερο εξαντλητικό ψάρεμα συνήθως κατέληγε σε κάποιο κομβικό σημείο του ποταμού. Εκεί, με τη θαλπωρή του απογευματινού ήλιου, καθαρίζαμε και τα τελευταία ψίχουλα του τρουβά και μαζί με το θεό μας τον Πάνα “σηκώναμε το πάνω χείλη” και προσανατολιζόμασταν, ορεγόμενοι Νύμφες και νεράιδες των ποταμών και των λόγγων.
Με την είσοδο των βιομηχανικών ειδών εξοπλιστήκαμε, ως παραγωγικοί ψαράδες, ευτελιστήκαμε όμως στο μητρώο των αθλητών της φύσης. Κατ΄ αρχήν το καμάκι με το γυαλί και στη συνέχεια το ψαροτούφεκο με τη μάσκα βελτίωσαν κατά πολύ τις αποδόσεις μας.
Τα παραπάνω ήταν ενεργητικά ψαρέματα και στο δικό μου κώδικα αξιών ήταν νόμιμα. Οι δασικοί βέβαια είχαν άλλες απόψεις αλλά ποιος τις υπολόγιζε. Ο μαχητής στην αρένα της φύσης δεν λογαριάζει τους παντοειδείς φύλακες, πειθαρχεί μόνο στους δικούς του νόμους.
Όμως υπήρχαν και τα παθητικά ψαρέματα, που μάλλον όνειδος προσπόριζαν στον αθλητή της φύσης και μαζική καταστροφή προκαλούσαν στην ιχθυοπανίδα. Τέτοια ήταν τα διάφορα δηλητήρια και οι δυναμίτες. Πολλοί υπήρξαμε δράστες τοιούτων ιδιαζόντως ειδεχθών και ιδιωνύμων οικολογικών εγκλημάτων, τα οποία τώρα μπορούμε να ομολογήσουμε, ως ήδη παραγραφέντα λόγω παρέλευσης τεσσαρακοντίας.
Ένα τίμιο παθητικό ψάρεμα είναι με καλαμωτή, που δεν προκαλεί μαζική καταστροφή και ενίοτε παρέχει πληθωρική ψαριά. Οι δασοφύλακες έχουν άλλη άποψη, αλλά δεν πειράζει.
Ο ποταμοψαράς ήταν λαίμαργος κυνηγός κι όχι ξενέρωτος οικολόγος, κι έκρυβε και κρύβουμε μέσα μας άσβεστο ένα οργασμικό φως.