Γράφει o Αλέξανδρος Χουλιαράς
“Νέφος μαρτύρων” έζησαν “εν ερημίαις πλανώμενοι και όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης…ετυμπανίσθησαν, ελιθάσθησαν, επρίσθησαν (=μαστιγώθηκαν, λιθοβολήθηκαν, πριονίσθηκαν) και εν φόνω μαχαίρας απέθανον” Αυτά γράφει ο Απόστολος Παύλος για τους μάρτυρες του Χριστιανισμού.
Όλοι τούτοι ήταν άνθρωποι, που δεν άντεχαν την σκληρή αδικία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και που βδελύσσονταν την ελληνορωμαϊκή διαφθορά. Στο πρόσωπο του Χριστού είδαν τον ήλιον της δικαιοσύνης και οραματίστηκαν έναν όμορφο και ηθικό κόσμο. Για τούτον άντεχαν τα βασανιστήρια και αψηφούσαν τον τύραννο και το θάνατο.
Τα ίδια ακριβώς θα μπορούσε να γράψει κάποιος σήμερα και για τους εξόριστους μάρτυρες των ξερονησιών του εμφυλίου, που υφίσταντο όλα τα παραπάνω γιατί δεν υπέγραφαν μια δήλωση μετάνοιας και βδελυγμικής αποκήρυξης του κοσμογονικού τους οράματος κι ακόμα τραγικότερα για τόσους και τόσους, που στήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα, γιατί πεισματικά κι εμμονικά δεν αποκήρυσσαν το ΚΚΕ.
Όλοι τούτοι, όπως και οι πρώτοι Χριστιανοί, δεν άντεχαν την αδικία και την εκμετάλλευση του ώριμου καπιταλισμού και ήθελαν έναν κόσμο χαρούμενο και δημιουργικό, μέσα στο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που οραματίστηκαν και επεξεργάστηκαν επιστημονικά ο Μαρξ και ο Λένιν. Και εδώ δεν έχει τόση σημασία αν το όραμα απεδείχθη σαθρό και ίσως ανεφάρμοστο, αλλά «ο αγώνας ο καλός».
Και οι δυο κατηγορίες μαρτύρων, “πεινώντες και διψώντες δικαιοσύνην”, πορεύονταν την “τεθλιμμένην οδόν” του ΕΚΟΥΣΙΟΥ ΠΑΘΟΥΣ. Μάλιστα το μεγαλείο των δεύτερων είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό των χριστιανών γιατί τούτοι δεν πίστευαν σε παραδείσους και μεταφυσικές ανταποδόσεις. Τούτοι έδιναν λόγο μόνο στη συνείδησή τους και σ΄ ένα κόσμο δικαιότερο και ειρηνικό.
Και τις δυο κατηγορίες μαρτύρων τους συνδέει μια κόκκινη γραμμή αγώνων αυταπάρνησης και θυσιών. Οι δεύτεροι είναι η ηρωικότερη εκδοχή των πρώτων, που όμως κατά μια περίεργη λογική οι Αριστεροί μάρτυρες έστησαν απέναντι τους τους Χριστιανούς μάρτυρες.
Και οι δυο αυτές κατηγορίες μαρτύρων είναι τα “άλας της γης” και “εάν το άλας μωρανθεί (=χάσει την αλμύρα του) εν τίνι αλισθήσετε;”, όπως είπε ο Χριστός. Μαζί “αλατίζουνε” τη γη. Ας μοιραστούνε λοιπόν τη γη και ας αφήσουν οι δεύτεροι ολόκληρο τον ουρανό για τους πρώτους.
Φοβάμαι ότι αυτό το άλας, που σήμερα έχουμε ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά, εμωράνθη επικίνδυνα. Πιστεύω αυτό το άλας που “αλισθήσετε” τη γη θα είναι μείγμα αλάτων, παλιών και καινούργιων, σημερινών και μελλούμενων. Είναι αυτό που μας λέει ο Σεφέρης: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας. Σπέρνουνται γεννιούνται σαν τα βρέφη ριζώνουν θρέφουνται με το αίμα. Όπως τα πεύκα κρατούνε τη μορφή του αγέρα ενώ ο αγέρας έφυγε, δεν είναι εκεί.”
Μ΄ ένα ανάλογο αλάτι ας αλατίσουμε τον άκακο άρνα της Λαμπρής, που άπαντες ωσονούπω θα τρυφήσουμε!