Στη Γενεύη πραγματοποιήθηκε το διάστημα 23 έως 25 Ιανουαρίου 2024, το Διακρατικό ‘14ο Παγκόσμιο Φόρουμ για τη Μετανάστευση και Ανάπτυξη’. Επικεφαλής της Ελληνικής Αποστολής ήταν ο Γενικός Γραμματέας Υποδοχής Αιτούντων Άσυλο κ. Δημήτρης Ιατρίδης.
Στο Συνέδριο συμμετείχαν Υπουργοί και ανώτατοι κρατικοί αξιωματούχοι καθώς και εκπρόσωποι Διεθνών Οργανισμών. Ο συνολικός αριθμός των συμμετεχόντων ξεπέρασε τους 1000 από 118 χώρες.
Η Σύνοδος Κορυφής είχε ως κεντρικό θέμα τον ‘Αντίκτυπο της κλιματικής αλλαγής στην ανθρώπινη κινητικότητα’. Στο πλαίσιο αυτό, πραγματοποιήθηκαν επιμέρους συναντήσεις με κεντρικό αντικείμενο την πολυεπίπεδη διαχείριση του μεταναστευτικού ζητήματος.
Ο κ. Ιατρίδης, μετά από πρόσκληση της Γαλλικής Προεδρίας συμμετείχε στο Γεύμα Υπουργών και Επικεφαλής Διεθνών Οργανισμών, και είχε χρήσιμες επαφές.
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου πραγματοποίησε παρέμβασή όπου και ανέπτυξε τις θέσεις της Ελλάδας αναφορικά με την αποτελεσματική διαχείριση του μεταναστευτικού.
Μεταξύ άλλων ανέφερε ότι:
«Οι γεωπολιτικές κρίσεις και η κλιματική αλλαγή συνιστούν βασικούς λόγους για τον εκτοπισμό των πληθυσμών από τις χώρες καταγωγής τους. Η προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων προσφύγων και μεταναστών, από τις χώρες υποδοχής, συνιστά σημαντική προτεραιότητα για την Ευρώπη».
«Το Ελληνικό Σύστημα Υποδοχής διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών. Είναι ένα σύστημα αυστηρό αλλά δίκαιο, με προστασία των συνόρων, καλό επίπεδο διαβίωσης για τους αιτούντες άσυλο και γρήγορη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων προστασίας. Υπογραμμίζουμε, όμως, ότι δεν μπορούμε να αφήσουμε τους διακινητές και τα κυκλώματα τους να καθορίζουν ποιος εισέρχεται στην Ευρώπη. Στο πλαίσιο αυτό, είναι σημαντική η θέσπιση νόμιμων και ασφαλών οδών μετανάστευσης, πάντα με βάση τις ανάγκες της Ελληνικής και Ευρωπαϊκής οικονομίας. Σε κρίσιμους τομείς της οικονομίας, όπως η γεωργία, η βιομηχανία και οι κατασκευές, η νόμιμη μετανάστευση δύναται να προσφέρει λύσεις. Ακόμα, όμως και σε τομείς απασχόλησης υψηλού επιπέδου, όπως της πληροφορικής και της επιστημονικής έρευνας».
Τέλος, έκανε ιδιαίτερη μνεία για την ανάγκη υποστήριξης της ανθεκτικότητας των κρατών που πλήττονται από τις προκλήσεις της κλιματικής κρίσης με στήριξη των αναπτυξιακών προοπτικών τους. Μία στρατηγική επιλογή που απαιτεί, όμως, όπως ανέφερε, την ενεργό συμμετοχή της διεθνούς κοινότητας τόσο σε πόρους, όσο και σε εξειδίκευση.