Στις 2 Σεπτέμβρη του 1984 και μετά την ίδια μέρα στο 2021 έφευγε ένα μεγάλο κομμάτι της Αξιοσύνης της Ελλάδας. Γίναμε φτωχότεροι από τότε, με το χαμό του Μάνου Κατράκη και του Μίκη Θεοδωράκη μετά. Στην άσβεστη μνήμη τους δυο προσωπικές ιστοριούλες θα παραθέσω, μια για τον καθένα από την πολυτάραχη ζωή τους:
-Για τον Μάνο:
«…-Τι είναι Μανόλη;
-Θες να ‘ρθω σπίτι μάνα;
-Πως θα ‘ρθεις;
-Ε… θα υπογράψω και θα ‘ρθω.
-Ίντα να υπογράψεις;
-Δήλωση.
-Ίντα δήλωση;
-‘Ότι δεν είμαι, αυτό που είμαι!
-Και δεν είσαι;
-Είμαι. –Μην υπογράψεις κερατά, μην υπογράψεις…»
(Διάλογος του Μάνου Κατράκη με την μάνα του Ειρήνη απ’ την εξορία, απόσπασμα απ την ‘’Βιοεργογραφία’’ του).
-Για τον Μίκη:
«…Στη Ζάτουνα Αρκαδίας, μια χειμωνιάτικη ημέρα του 1969. Ο Μίκης μπαίνει στο καφενείο και ζητά να φωνάξουν όλο το χωριό για να τους κεράσει. Οι αστυνομικοί, αστειευόμενοι, τον ρωτούν αν παντρεύει κανέναν… Εκείνος τους απαντά : ‘’Σήμερα πάντρεψα την μουσική μου με το έργο του Άγγελου Σικελιανού’’.
Μόλις είχε τελειώσει την ‘’Αρκαδία V’’, το Πνευματικό Εμβατήριο σε ποίηση Σικελιανού . ‘’Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από την Ελλάδα, ομπρός να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο’’.
Ο Σπύρος Κλείδωνας ήταν ένας από τους δεκάδες αστυνομικούς, που στάλθηκαν στη Ζάτουνα, να επιτηρούν τον Μίκη. Ο Σπύρος Κλείδωνας αφηγείται: «Ήμουν παιδί, ερχόμενος από το χωριό μου, από τις πέτρες, σχεδόν ξυπόλυτος, είδα μπροστά μου έναν ψηλό άνδρα, παλικάρι, και με έπιασε τρέμουλο. Μου είχαν δώσει ένα αυτόματο ‘’Τόμσον’’, ούτε καλά-καλά την χρήση του δεν ήξερα. Στο χωριό υπήρχε μεγάλη κινητοποίηση, πάνω από 300 χωροφύλακες. Η εντολή ήταν να μην μιλήσει ο Μίκης σε κανέναν. Ακόμα το θυμάμαι να κάνει σχέδια στο χώμα κρατώντας δυο μικρά ξυλάκια, καθώς περίμενε να πάμε σπίτι. Όπως ακόμα θυμάμαι την ηλιαχτίδα που φώτισε το πρόσωπό του, όταν τον πρωτοείδα. Ένα από τα πρώτα βράδια που τον φρουρούσα βγήκαμε έξω από το σπίτι, καλοκαίρι και τον φύλαγα. Είμαστε και οι δυο αμίλητοι. Κάποια στιγμή μου λέει, ’’κύριε αστυφύλακα πέρασε η ώρα’’, εννοώντας τον χρόνο που είχε για να μένει έξω, πάντα φρουρούμενος. ‘’Ευχαριστώ για την σιωπηλή παρέα μας’’, είπε και μπήκε ξανά στο σπίτι…»
Ο Μίκης ξεχώρισε τον Κλείδωνα γιατί τον είχε δει να διαβάζει βιβλία.’’ Έτσι κάπως ξεκινήσαμε να μιλάμε’’, λέει χαρακτηριστικά. Έτσι μέσα από τις κουβέντες τους άρχισε να συνειδητοποιεί την κατάσταση. ‘’Κατάλαβα ότι πρέπει να είμαι ελεύθερος. Ήταν αυτό που λέμε ότι ο κρατούμενος επηρέασε τον φύλακά του, να καταλαβαίνει πως έπρεπε να ζει».
Με τον Μίκη συναντήθηκαν ξανά, 15 χρόνια αργότερα, σε μια συναυλία στην Επίδαυρο. ‘’Πήγα να τον δω. Με γνώρισε, μιλήσαμε, συγκινηθήκαμε, έλεγε σε όλους την ιστορία μας…» (Πηγή, Ριζοσπάστης).
Μαθήματα ζωής, μεγαλοσύνης κι αξιοπρέπειας από δυο ογκόλιθους του πνεύματος και της τέχνης. Αξιομακάριστοι στον αιώνα τον άπαντα..!