
Το πνεύμα της Εθνεγερσίας
Του Λινάρδου Ερμολάου, Γενικού Γραμματέα της ΠΟΠΣ[1]
«Σοβαρόν, υψηλόν δόσε τόνον, ω λύρα, λάβε αστραπήν,
και ήθος λάβε νοός, υμνούμεν ένδοξον έργον»
Ανδρέα Κάλβου: «Η Λύρα, ωδή έβδομη»
Κορυφαία μνήμη του Έθνους και πάντα επίκαιρη είναι η Επανάσταση του 1821. Ένα Θείο μεγαλείο περιβάλλει την ημέρα αυτή με το «Χαίρε» του Ευαγγελισμού της ενσαρκώσεως του Θεανθρώπου και το «Χαίρε, ω χαίρε Ελευθεριά» της αναστάσεως του γένους.
Συνήθως κατά τον εορτασμό της ημέρας αυτής εξαίρονται οι υπεράνθρωπες προσπάθειες προπαρασκευής της εθνεγερσίας, ο απαράμιλλος ηρωισμός κατά τους σκληρούς πολυετείς αγώνες και οι τεράστιες θυσίες στις οποίες υποβλήθηκε ολόκληρη η φυλή μας για να ελευθερωθεί η πρώτη ελληνική γωνιά.
Σήμερα δεν θα σταθούμε στη λάμψη του πυρπολητή που ανάγκασε την Ευρώπη να στρέψει τα μάτια της στην Ελλάδα του ’21, ούτε στο θάμπος του Μεσολογγίου ή στην απίστευτη ανδρεία των πολιορκητών της Τριπολιτσάς, ούτε στην Κρήτη, στα Σφακιά, που’ χαν την αντρίκια ψυχή να βγάλουν τους πρώτους κλέφτες αμέσως μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης.
Στο Εικοσιένα έγινε τούτο το μοναδικό: σμίξανε η παράδοση με την πίστη και τα άρματα με τα γράμματα. Το ’21 είναι ένας στίβος από πλήθος αυτόνομους και ποικίλους σε νοοτροπία και προέλευση ανθρώπους, επώνυμους και ανώνυμους, που όμως κατά κύριο λόγο, δεν κινήθηκαν από ταξικά ή και οικονομικά ελατήρια, αλλά από πνευματική έξαρση, από το ακατάλυτο κίνητρο της ηθικής και κοινωνικής ελευθερίας, από τη δύναμη εκείνη ακριβώς που κάνει τον άνθρωπο να ξεπερνά τα όρια της φύσης και να μπαίνει στον χώρο της ιστορίας.
Όταν έφτασε η ευλογημένη ώρα, η ελληνική ευψυχία, ο ηρωισμός και η αυτοθυσία των αγωνιστών της εθνεγερσίας ξαναζωντάνευαν όμοια κατορθώματα ένδοξων προγόνων ώστε ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός να ψάλει σε ένα τετράστιχο του Ύμνου στην Ελευθερία:
«Ω τριακόσιοι σηκωθείτε
Και ξανάρθετε σε μας
Τα παιδιά σας θελ’ ιδείτε
Πόσο μοιάζουνε μ’ εσάς».
Βουβός από κατάπληξη ο κόσμος ολόκληρος στρέφει τα μάτια του προς τη μικρή αυτή γωνία της Ευρώπης, για να παρακολουθήσει την τιτάνια αναμέτρηση του μικρού και ασθενή Έλληνα –Δαυίδ ενάντια στον γίγαντα Γολιάθ της μεγάλης οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Έκθαμβος ο SHELLEY αναφωνεί το 1821 σε ένα δράμα λυρικό με το όνομα HELLAS: «Και η Ελλάς που είναι πεθαμένη ανεστήθηκε. Ο μέγας αιών του κόσμου αναγεννάται. Τα χρυσά έτη επανέρχονται. Μια λαμπροτέρα Ελλάς υψώνει μακράν τα όρη της υπεράνω κυμάτων. Ω, μη γράφετε πλέον την ιστορίαν της Τρωάδος…νέαι Αθήναι θα ανατείλουν».
Και ο ρομαντικός φιλέλληνας CHATEAUBRIAND όταν ξεκινώντας το 1804 για τους Αγίους Τόπους και περνώντας από την Ελλάδα, θέλησε να γνωρίσει και τη Σπάρτη, που τόσο τον είχε συγκινήσει η ευσυνείδητη και εθελοντική θυσία του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, πίστευε ότι θα έβλεπε μια Σπάρτη ανάξια της παλιάς της δόξας, με αρχαίους ναούς, αγάλματα και παλαίστρες. Πόση απογοήτευση ένιωσε όταν αντίκρισε στη θέση της αρχαίας δοξασμένης πολιτείας έναν άθλιο συνοικισμό βοσκών;
Τι ήταν όμως αυτό που συνετέλεσε στη διάσωση της φυλής μας; Ποιοι παράγοντες επέδρασαν ώστε επί 4 ολόκληρους αιώνες μοναδική κατευθυντήρια γραμμή σ’ ολόκληρη την ελληνική σκέψη να είναι η προετοιμασία- υλική, πνευματική, ψυχική, ηθική, πολιτική- του μεγάλου ξεσηκωμού;
Πρώτος παράγοντας που έπαιξε από την αρχή αποφασιστικό ρόλο στη συμπεριφορά των υπόδουλων ραγιάδων απέναντι στον δυνάστη ήταν η πίστη ότι «όπως ήταν θέλημα Θεού η Πόλη να τουρκέψει» έτσι ακριβώς ήταν και θέλημα Θεού να ελευθερωθεί το γένος.
Με κεντρικό σημείο την πίστη ο σκλαβωμένος λαός πλάθει αμέτρητους θρύλους και παραδόσεις που μιλούν για τον μαρμαρωμένο βασιλιά, την μισοτελειωμένη λειτουργία και χίλιους δυο άλλους μύθους. Μ’ αυτές τις παραδόσεις, τους θρύλους και τις προφητείες δεν είναι παράξενο πως και λόγιοι και αγράμματοι και προύχοντες και απλοί άνθρωποι του λαού, όλοι οι Έλληνες διακατέχονται από την πίστη για την ελευθερία του σκλαβωμένου γένους.
Η «Ελληνική Νομαρχία» Ανωνύμου του Έλληνος, που τυπώθηκε στο εξωτερικό στο 1806 και προετοίμασε την Επανάσταση με μεγάλες και σημαντικές ιδέες τονίζει: «Ίσως, τέλος πάντων, προσμένετε να μας δώσει την ελευθερία κανένας άλλος από τους αλλογενείς δυνάστας. Ω Θεέ μου. Έως πότε Έλληνες θα πλανόμεθα τόσον αστόχως; Διατί να μην στρέψωμεν και μίαν φοράν τους οφθαλμούς μας εις τα απελθόντα, δια να καταλάβωμεν ευκολότερα και τα μέλλοντα; Μην απατάσθε και μην τρέφετε καμίαν από τα ειρημένας ελπίδας, αλλά προβλέπετε την αναγκαίαν επανόρθωσιν του γένους μας αφ’ εαυτού του και μην αργοπορήτε αυτήν με την απουσίαν σας…».

Ένας άλλος παράγοντας που έπαιξε αποφασιστικό ρόλο, τόσο στην προετοιμασία όσο και στην επιτυχία της επανάστασης, ήταν η ομοθυμία των Ελλήνων, η συμπόνοια, η κοινή διάθεση για τον μεγάλο αγώνα. Ήταν με άλλα λόγια η κοινή συνείδηση της αναγκαιότητας της επανάστασης, που οδήγησε σε ταυτότητα ιδεών, σκέψεων και επιθυμιών.
Ο Κοραής επιδίδεται στον μεγάλο αγώνα να γνωρίσει στο έθνος τους θησαυρούς της Αρχαίας Γραμματολογίας, πράγμα που θα συντελέσει, όπως ακράδαντα πιστεύει ο ίδιος, στην ηθική διάπλαση και τον εθνικό φρονηματισμό της ελληνικής ψυχής. Εκτός από τον Κοραή και τον Ρήγα και άλλοι διδάσκαλοι του Γένους προσπαθούν να διαμορφώσουν ένα ηθικό, κοινωνικό και πολιτικό νεοελληνικό χαρακτήρα, στηριζόμενοι στις ηθικές αρχές που πρώτοι οι αρχαίοι πρόγονοι έθεσαν.
Πέραν όμως και πάνω από όλους αυτούς τους παράγοντες και σαν συνισταμένη αυτών στέκεται ένας μοναδικός σε βαρύτητα συντελεστής του θαύματος του ’21, που είναι η συνείδηση της Ελευθερίας. Το βίωμα της Ελευθερίας, όπως αυτή εκφράζεται στα κλέφτικα τραγούδια, που μιλώντας αλληγορικά πότε για τη «Λαφίνα» και πότε για τον «περήφανο αητό», προσπαθούν, γεμίζοντας με λεβεντιά και ανδρικό ήθος τις καρδιές των υπόδουλων, να αναστήσουν το πνεύμα των αρχαίων ηρώων στον αγώνα έναντι των Τούρκων.
Με το πάντοτε ζωντανό πνεύμα της εθνεγερσίας διαμόρφωσε το ιδανικό της μεγάλης Ιδέας και αναλάμβανε παντοειδείς φανερούς και μυστικούς αγώνες για την επιβίωση του Ελληνισμού, μέχρις ότου έκαναν τις νέες εξορμήσεις για την ενσωμάτωση ελληνικών τμημάτων στον εθνικό κορμό, κατά τους απελευθερωτικούς πολέμους του 1912-1913. Το πνεύμα που διατηρεί πάντοτε ζωντανή και πάντοτε νέα τη φυλή μας, έλαμψε πάλι και επιβεβαιώθηκε με τον υπεράνθρωπο δυναμισμό της υπεράσπισης της ελληνικής ελευθερίας κατά το 1940-41 και την Εθνική Αντίσταση.
Εμείς ως Έλληνες, αλλά ζωντανοί φορείς της Ελλάδας των 3 χιλιάδων ετών, έχουμε υπέρτατο χρέος να διαφυλάξουμε την ιστορία μας, αυτή που χαράζει αλάνθαστα τη φυσιογνωμία μας και την ιδιοτυπία μας. Έτσι μόνο είναι δυνατό να επιτύχει ένας λαός την πρόοδό του, εφόσον παράλληλα θα προσπαθεί να δημιουργήσει το νέο, σύμφωνα με τη φύση του, τη ζωή του, την εθνική του παράδοση.
Οι ψυχές των Ελλήνων του 1821 ήταν γεμάτες, γιατί είχαν πιστέψει βαθιά σ’ αυτό που ήθελαν και ήξεραν να θυσιάζονται γι’ αυτό που πίστευαν, γιατί «αυτήν οι αθάνατοι Έλληνες» του Μακρυγιάννη είχαν μια για πάντα ξεκαθαρίσει μέσα τους πως:
«Ραγιάς δε ζει ο Έλληνας και ξέρει να πεθαίνει
Να σπάζει κάθε σίδερο που τη ζωή του δένει
Και με τα στήθια κάστρο του τα χιλιωματωμένα
Θε να κρατεί τη Λευτεριά, το Φως του Εικοσιένα».
