Του Γιώργου Ευθυμίου, Αν. Καθηγητή Τμήματος Δασοπονίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος Καρπενησίου
Τα παρόχθια δάση είναι οικοσυστήματα δυναμικά, με πλούσια βιοποικιλότητα και εύθραυστη οικολογική ισορροπία, η οποία κινδυνεύει ακόμη και με κατάρρευση σε κάθε εξωτερική προς αυτά επέμβαση ή παρέμβαση. Από τα δασικά οικοσυστήματα είναι ίσως τα μοναδικά που δέχονται τις περισσότερες άμεσες ή έμμεσες πιέσεις από τις ανθρώπινες δραστηριότητες (γεωργία, κτηνοτροφία, υλοτομία, οικιστική δράση κ.α.).
Τα παρόχθια δάση φύονται στους υγροτόπους (περιοχές που κατακλύζονται μόνιμα, περιοδικά ή επεισοδιακά από επιφανειακό ή υπόγειο νερό, ρέον ή στάσιμο, γλυκό υφάλμυρο ή αλμυρό. Ανάλογα με το που απαντώνται χαρακτηρίζονται ως: α) παραποτάμια, αυτά δηλαδή τα οποία φύονται είτε κατά μήκος των όχθεων των ποταμών, χειμάρρων, ρεμάτων είτε σε μικρά ή μεγάλα νησιά εντός της κοίτης του ποταμού και β) παραλίμνια, αυτά δηλαδή που καταλαμβάνουν εκτάσεις περιμετρικά των λιμνών, φυσικών ή τεχνητών. Ανάλογα με τη θέση και απόσταση του παρόχθιου δάσους από τον υγρότοπο, διαμορφώνεται η σύνθεση και η δομή της παρόχθιας βλάστησης. Στα παρόχθια δάση που βρίσκονται δίπλα στο υδάτινο στοιχείο, κατά συνέπεια κάτω από την άμεση επιρροή του νερού τα δέντρα που κυριαρχούν είναι ιτιές, πλατάνια, λεύκες, σκλήθρα. Αντίθετα σε αυτά που βρίσκονται σε πιο μακρινές θέσεις, άρα με μικρότερη χρονικά ή ποσοτικά ύπαρξη νερού (κυρίως υπόγειου), τα δέντρα που συνθέτουν τα παρόχθια δάση είναι κυρίως η φτελιά, ο φράξος, η λεύκα, η καρυδιά, η χνοώδης ποδισκοφόρος δρύς. Διαφορετική είναι η σύνθεση της παρόχθιας δασικής βλάστησης και κατά μήκος ενός ποταμού, στο άνω, μέσο και κάτω τμήμα του ρου του και στο πεδινό – εκβολικό του τμήμα.
Τα παρόχθια δάση του ελλαδικού χώρου, σε αντίθεση με τα μεσευρωπαϊκά, εμφανίζουν τη δομή των δασών τύπου «λόγγου». Ταυτόχρονα αν και απαντώνται σε υγροτοπικά οικοσυστήματα τα οποία ανήκουν σε κάποια κατηγορία προστατευόμενων περιοχών, στην πράξη είναι οικοσυστήματα, τα οποία είναι «εγκαταλελειμμένα» στην τύχη τους και στην καταστροφή και υποβάθμισή τους από κάθε είδους ανθρώπινη δραστηριότητα. Κατά συνέπεια, η κύρια απειλή για τα περισσότερα παρόχθια δάση μας είναι ο ίδιος ο άνθρωπος με τις ποικίλες και διαφορετικής έντασης δραστηριότητές του.
Συχνά σε πολλά ποτάμια το εναπομείναν παρόχθιο δάσος (από την έντονη ανθρώπινη παρουσία και δραστηριότητα) μόνο δάσος δεν είναι, καθότι αποτελείται από μία σειρά δέντρων κατά μήκος της όχθης, γνωστό ως δάσος «γαλαρία». Σε μερικές περιπτώσεις με έντονη γεωργία και πιο δραστική επέμβαση, δεν υπάρχει ούτε αυτή η σειρά των παρόχθιων δασικών δέντρων, προς «όφελος» των καλλιεργούμενων εκτάσεων […]. Εκτός από την εντατική γεωργία, η βοσκή, συχνά με λάθος ζωικό κεφάλαιο (αιγοπρόβατα) υπονομεύει την αναγέννηση και διατήρηση των παρόχθιων δασών. Τα βοοειδή και κυρίως βουβάλια είναι το ιδανικό ζωικό κεφάλαιο για τα παρόχθια οικοσυστήματα, διότι κάνουν τη μικρότερη ζημία. Η λαθροϋλοτομία είναι μια ακόμη βασική αιτία συρρίκνωσης και υποβάθμισης των παρόχθιων δασών ενώ η λαθροθηρία υπονομεύει την βιοποικιλότητά τους. Η απόθεση απορριμμάτων και μπάζων στις κοίτες μικρών ή μεγάλων ρεμάτων είναι μια ακόμη συχνή εικόνα στην ελληνική ύπαιθρο!
Τα παρόχθια δάση κινδυνεύουν και από ασθένειες. Τα τελευταία χρόνια τα πλατανοδάση μας κινδυνεύουν από το μεταχρωματικό έλκος του πλατάνου. Είναι ο μύκητας Ceratocystis fimbriata f.sp. platani ο οποίος τυλώνει (φράζει) τους αγωγούς ιστούς στον κορμό του πλατάνου και ένδειξη προσβολής αποτελεί η μερική ξήρανση κλαδιών (αρχικό στάδιο) ή η ολική ξήρανση κλαδιών ακόμη και ολόκληρου του δέντρου (σε προχωρημένο στάδιο). Είναι μια ασθένεια που εισήχθη στη χώρα μας, με εισαγωγή μολυσμένου φυτευτικού υλικού από το εξωτερικό. Η πρώτη καταγραφή της ασθένειας έγινε το 2003 στη Μεσσηνία ενώ σήμερα έχει επεκταθεί σε όλη την Ήπειρο, έχει καταγραφεί σε θέσεις στη Θεσσαλία (2014) ενώ τελευταία έχει κάνει την εμφάνισή της και στα πλατανοδάση της Ευρυτανίας. Ο μόνος τρόπος να περιοριστεί ή επιβραδυνθεί η εξάπλωσή του είναι η άμεση ενημέρωση των δασικών υπηρεσιών μόλις εντοπισθεί προσβεβλημένος πλάτανος ή υπάρχει υποψία προσβολής με την ύπαρξη νεκρών κλάδων, ώστε να μπει η περιοχή σε καραντίνα και να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα […].