Γράφει ο Θεοφάνης Λ. Παναγιωτόπουλος

Συγγραφέας, Αρθρογράφος & Ραδιοφωνικός Παραγωγός

theofanhspap@outlook.com                                    

Βιβλιοκριτική: «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω»

Του Μένη Κουμανταρέα, Εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ

Τίποτε δεν ζωντανεύει το παρελθόν πιο αποτελεσματικά από μια μυρωδιά που έχει συσχετισθεί μ’ αυτό.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ

«Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» (1996, εκδ. ΚΕΔΡΟΣ)είναι ένα σπονδυλωτό βιβλίο, χωρισμένο σε εννέα μέρη: ο χλομός, ο γιός του θυρωρού, ποιος Βασίλης, το ρουμανόπουλο, ο παγκόσμιος παίχτης, η Μαυρούλα, Ροζαλία, Μασάνμπα  και τρεις αρρώστιες. Πρόκειται για μια σειρά αλληλένδετων ιστοριών -εξομολογητικού τύπου- στον κύριο Ευριπίδη. Ο κύριος  Ευριπίδης είναι κουρέας αν και στα μάτια των πελατών του -ανδρών-  είναι ο ψυχαναλυτής.
«Με λένε Ευριπίδη. Μ’ ένα τέτοιο όνομα δύσκολα τα βγάζει πέρα κανείς. Θα μπορούσα να έχω γίνει παπάς, γιατρός ή συγγραφέας. Στους ανθρώπους αρέσει να εξομολογούνται. Πιο εύκολα τα λέει κανείς στον κουρέα του, παρά στον ψυχαναλυτή του. Χρόνια τώρα συνήθισα ν’ ακούω τους πελάτες μου κι έμαθα σιγά – σιγά να μεταφέρω τις ιστορίες τους απ’ τον έναν στον άλλον. Βοηθάει το κούρεμα και ξελαφρώνει η ψυχή».

Ιστορίες καθημερινές μα διόλου συνηθισμένες, κάποτε μελαγχολικές κι άλλοτε εύθυμες. Το βιβλίο διαβάζεται απνευστί κι τούτο δεν οφείλετε μόνο στην πλοκή μα και στην ασύγκριτη αφήγηση του συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα.

 Ένα έργο συγκινητικό, τρυφερό, μακάβριο, δραματικό αλλά και διασκεδαστικό σε ορισμένα κεφάλαια. Τα περισσότερα διηγήματα κινούνται γύρω από το μοτίβο: του καταστροφικού πάθους και του θανάτου. Τα πρόσωπα είναι κυρίως αντιήρωες και περιθωριακά στοιχεία.

Το βιβλίο «Η μυρωδιά τους με κάνει να κλαίω» είναι μια μεγάλη εξομολόγηση που δεν αφήνει τον αναγνώστη ασυγκίνητο. Μάλιστα το βιβλίο βραβεύτηκε με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος το 1997.

Τί κοινό υπάρχει ανάμεσα σ’ έναν χλομό νεαρό και σε μια μηχανή που κυκλοφορεί με τον αναβάτη της ακέφαλο; Πώς γίνεται να υποψιάζεται κανείς τον Αι-Βασίλη για τρομοκράτη; Και πώς ένας Ρουμάνος μετανάστης γίνεται μοντέλο σε ζωγράφο; Αλήθεια, τι κάνει έναν φτωχό ταβλαδόρο παγκόσμιο παίχτη στην Αμερική, και πώς ένας περίπατος με τη Μαυρούλα καταλήγει σε μια βόλτα στον άλλο κόσμο; Τί συνδέει έναν γάτο στην αγκαλιά ενός ναύτη μ’ έναν αφρικανό μάγο στην Αθήνα του ’70; Και τέλος, τί είδους γιατρός είναι αυτός που ακούει στ’ όνομα Χάρος; Για όλα, όσα καθημερινά, μα και παράξενα, οι άνθρωποι διηγούνται μέσα στα κουρεία, θα μας μιλήσει και θα μας ξεναγήσει ο κουρέας, ο Ευριπίδης.

(Οπισθόφυλλο)

Το «κουρείο» από την πεζογραφία στην ποίηση:

μπατιρημένο κουρεῖο
Σάββατο βράδυ
χωρὶς δουλειὰ
μπατιρημένο κορμὶ
Σάββατο βράδυ
χωρὶς ἔρωτα
«Τὸ Κορμὶ καὶ τὸ Σαράκι»
Ν. Χριστιανόπουλος

Παιδικό Κουρείο

Τιτίβισμα ψαλιδιών στο παιδικό κουρείο

μαλλιά στο πάτωμα έρπουν πλέκοντας

αθώα συμπλέγματα ηλικιών αδιάκριτα. Αλλού

χιονίζει ακόμα ενώ στην κάτασπρη ποδιά του εκ-δορέα

αίμα και ήχος δερμάτινου ακονίσματος

μπροστά στο γλαρωμένο βλέμμα του παιδιού

που αρνήθηκε πεισματικά τη μάσκα του άντρα.
«Παιδικό Κουρείο»
Κώστας Παπαγεωργίου

Ο Γάλλος περιηγητής Μπεράρ  σημειώνει στο βιβλίο του Τουρκία και Ελληνισμός: «Μέρα και νύχτα το χάνι βουίζει από συζητήσεις, […]από μπρίκια που αχνίζουν, από άντρες που τραγουδούν μπροστά σε μια φωτιά. Κοντά στο πηγάδι μπαρμπέρηδες έχουν στήσει μεγαλοπρεπώς υπαίθριο μαγαζί και ξυρίζουν με το ίδιο εργαλείο τα μάγουλα των Χριστιανών και τα κρανία και τις μασχάλες των Μωαμεθανών»1