Η UNESCO έχει καθιερώσει την 23η Απριλίου ως την Παγκόσμια Ημέρα του Βιβλίου με αφορμή ένα διπλό γεγονός. Στις 23 Απριλίου 1616 έφυγαν από τη ζωή δύο μεγάλα ονόματα των γραμμάτων: ο Ισπανός συγγραφέας του Δον Κιχώτη, Μιγκέλ Ντε Θερβάντες και ο Άγγλος δραματουργός, Γουίλιαμ Σέξπιρ.
Φέτος, η Αθήνα κέρδισε τον τίτλο «Παγκόσμια Πρωτεύουσα Βιβλίου 2018» και από σήμερα έως τον ερχόμενο Απρίλιο «Η Αθήνα γιορτάζει, η πόλη διαβάζει» με περισσότερες από 250 εκδηλώσεις εμπνευσμένες από το βιβλίο. Τα εγκαίνια της διοργάνωσης έγιναν στις 23/4 στο Μουσείο της Ακρόπολης από τον δήμαρχο Γιώργο Καμίνη, παρουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου. Αμέσως μετά ξεκίνησαν εκδηλώσεις, με μουσικές αναγνώσεις και θεατρικά δρώμενα. Στα εγκαίνια, η Αθήνα υποδέχτηκε τις επίσημες αντιπροσωπείες της Unesco και των εταίρων της – των διεθνών οργανισμών εκδοτών και βιβλιοθηκών, τις αντιπροσωπείες του Κόνακρυ (Γουινέα) Παγκόσμια Πρωτεύουσα 2017 και της Σάρζα (Αραβικά Εμιράτα), επόμενη Πρωτεύουσα 2019.
Παρόλο που – προσωπικά – ποτέ δεν συμφωνούσα ιδιαίτερα με τις παγκόσμιες ημέρες που έχουν καθιερωθεί για διάφορα θέματα, γιατί ένιωθα ότι το τιμώμενο θέμα κατατάσσεται αυτόματα στα είδη μουσειακής αξίας και όχι σε κάτι ζωντανό που υπάρχει ενεργά στη ζωή μας, αυτή είναι μια παγκόσμια ημέρα που με κάνει να χαίρομαι. Χαίρομαι γιατί το βιβλίο όντως τείνει να γίνει μουσειακό είδος και καλό είναι να το θυμόμαστε έστω και μια φορά το χρόνο.
Η τεχνολογία που έχει κατακλείσει τη ζωή μας σε διάφορες μορφές, αναμφισβήτητα μας έχει ‘λύσει τα χέρια’ σε όλα τα επίπεδα και μας έχει διευκολύνει κατά πολύ, αλλά το βιβλίο, στην κλασική του μορφή τουλάχιστον, έχει πληγεί από αυτή. Και είναι απολύτως λογικό, αφού σε έναν υπολογιστή ή σε μια ηλεκτρονική συσκευή αποθήκευσης μπορείς να έχεις εκατοντάδες ολόκληρα βιβλία σε ηλεκτρονική μορφή και να τα έχεις πάντα και παντού μαζί σου, κάτι που δεν υπήρχε δυνατότητα να κάνουμε με τα κλασικά τυπωμένα βιβλία.
Αυτή η ευκολία θα έπρεπε να παρακινεί τους ανθρώπους να διαβάζουν περισσότερο και να τους οδηγήσει σε μια σφαιρική μόρφωση και ανάπτυξη της προσωπικότητάς τους, αλλά δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Αυτό που παρατηρείται είναι μια επιφανειακή προσέγγιση του βιβλίου που οδηγεί στην ημιμάθεια, η οποία είναι χειρότερη από την αμάθεια. Βλέπεις παντού και ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να κυκλοφορούν τσιτάτα και μικρά αποσπάσματα από μεγάλα έργα της ποίησης, της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας από όλους και συνήθως σε άκυρες στιγμές, χωρίς να έχουν μπει οι περισσότεροι στον κόπο να διαβάσουν ολόκληρο το έργο από όπου αυτά προέρχονται. Πόσα μπορεί κάποιος να αποκομίσει στο μυαλό και την ψυχή του από μία αποκομμένη φράση εάν δεν διαβάσει ολοκληρωμένη τη δουλειά του συγγραφέα; Πώς μπορεί να καταλάβει πραγματικά τι μηνύματα κουβαλάει αυτή η δουλειά του; Πόσο μπορεί να προβληματιστεί από κάτι ημιτελές που θα φύγει από την οθόνη του μέσα στα επόμενα λεπτά και θα ξεχαστεί;
Όπως και να ‘χει, όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο, ανοίγουμε έναν καινούριο δρόμο και κάνουμε ένα μαγικό ταξίδι σε σκέψεις, σε συναισθήματα και σε εικόνες. Αξίζει να αφιερώνουμε έστω και λίγο από το χρόνο μας. Ας σταματήσουμε να το ‘παίζουμε’ ‘ψαγμένοι’ και ας γίνουμε πραγματικά. Και κάτι τέτοιο γίνεται κυρίως με το διάβασμα και τη συγκριτική μελέτη πολλών και ποικίλων έργων.
Ελένη-Ευαγγελία Αρωνιάδα
Εκδότρια