Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Μας έλεγαν ότι ο Προμηθέας έφερε τη φωτιά στους ανθρώπους, γι΄ αυτό και ο Δίας τον κάρφωσε στον Καύκασο κι έστελνε κάθε μέρα ένα όρνιο και του έτρωγε το συκώτι. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν στο βωμό της πόλης το Ιερόν Πυρ που ποτέ δεν έσβηνε. Έτσι κανένας δεν ξέμεινε από φωτιά. Στο ευρυτανικό νοικοκυριό κουμαντάριζε τη φωτιά η Εστία του σπιτιού, η νοικοκυρά. Έχωνε στη στάχτη κάρβουνα, τα οποία εύρισκε αναμμένα για την επόμενη χρήση και αν ξέμενε έπαιρνε ένα δαυλί από τη γειτόνισσα. Μαθαίναμε στο σχολείο για την ανακάλυψη της φωτιάς, που έκανε τους ανθρώπους να ξεχωρίζουν από τα ζώα. Όμως τι ανακάλυψη ήταν αυτή όταν η φύση από μόνη της αποκάλυπτε τα μυστικά της φωτιάς. Μάλιστα σε ηφαιστιογενείς περιοχές κατακλυσμιαία κα μεγαλοπρεπώς την ξέρναγε από τα σωθικά της. Υπό το φως των νέων τούτων στοιχείων και επειδή έχω απεριόριστη εμπιστοσύνη στην ελληνική δικαιοσύνη… προτείνω αναψηλάφηση της καταδίκης του Προμηθέα.
Το τεχνητό άναμμα της φωτιάς στα βουνά μας, χωρίς κάρβουνα στη στάχτη η δαυλί από τη γειτόνισσα, είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο. Λένε ότι στην πρωτόγονη εποχή οι άνθρωποι άναβαν φωτιά τρίβοντας δυο ξύλα, μέχρι να αναφλεγούν. Αυτό σε μας υφίσταται ως μύθος και ξόρκι. Οι βλάχοι -λέει- για να διώξουν τον «ίσκιο» (ένα δαιμονικό), όταν έπεφτε στα πρόβατά τους, έπρεπε ν΄ ανάψουν «ξυλοφωτιά» δηλ. να πάρουν δυο στεγνά ξύλα, να τα τρίψουν δυνατά και πολύ ώρα μεταξύ τους, ώσπου να αναφλεγούν. Από την εποχή του τρωγλοδυτισμού το πιο πιθανό είναι να έπαιρναν τη φωτιά από τα κεραυνοβολημένα δέντρα και να τη συντηρούσαν κρατώντας κάρβουνα μέσα στη στάχτη. Κι αν δεν είχαν ζητούσαν από τους γείτονες. Αυτή η δουλειά ήταν χρεωμένη στη θεά Εστία της τρώγλης, που δεν άλλη από τη νοικοκυρά του σπιτιού, η οποία από αμαζόνα της μητριαρχίας έγινε δούλα και κυρά της πατριαρχίας.
Στην εποχή του σιδήρου εφευρέθηκε ο πριόβολος από ατσάλι, που άναβε φωτιά κάθε στιγμή, αρκεί να υπήρχε ίσκα κατεργασμένη και μια πετρούλα κερατόλιθος (στουρνάρι). Η ίσκα είναι μύκητας των δέντρων. Διάλεγαν την πιο μαλακή και την στουμπούσαν για να μαλακώσει ακόμα, μετά την έβραζαν στην αλισίβα ή σε νερό με πίνο, δηλ. ακάθαρτο νερό μετά το πλύσιμο των προβατόμαλλων, την ξαναστουμπούσαν και τη στέγνωναν. Έτσι πλέον «αργασμένη», όπως την έλεγαν, κρατούσαν ένα κομματάκι της μαζί με τη στουρναρόπετρα, την οποία χτυπούσαν με τον πριόβολο κι αυτή από το σπινθήρα άναβε. Για να διώξουν τον ίσκιο από τα πρόβατα τώρα δεν χρειάζονταν την ατελέσφορη ξυλοφωτιά, αρκούσε η «αναποδοφωτιά», δηλαδή ν΄ ανάψουν φωτιά με τον πριόβολο, αλλά με τα χέρια πίσω!
Στη συνέχεια με την πρόοδο της τεχνολογίας κατασκευάστηκε ο αγρότης με την τσακμακόπετρα και το φυτίλι στη θέση της ίσκας, που διευκόλυνε έτι περαιτέρω τα άναμμα της φωτιάς. Με την «ανακάλυψη» του πετρελαίου εμφανίστηκε το τσακμάκι < τουρκ. cakmak = πριόβολος, που αντί να καίει το φυτίλι, όπως ο αγρότης, έκαιγε πετρέλαιο. Μετά επικουρικά εμφανίστηκαν τα σπίρτα, μια ευεργετική ανακάλυψη για το άναμμα της φωτιάς, που διευκόλυνε έτι περαιτέρω τα πράγματα, ώσπου να φτάσουμε σήμερα στους αναπτήρες αερίου που ανάβουνε στα σίγουρα, δε βρωμάνε πετρέλαιο και δεν καπνίζουν σαν τσιμινιέρες.