Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος
Ένας από τους πλανόδιους μουσικούς, νοτισμένος από το ψιλόβροχο που είχε αρχίσει να πέφτει, κατέφυγε μέσα στο καφέ. Συνέχισε για λίγο να παίζει τα τραγούδια του, σκαλίζοντας επίμονα την πολεμική μου μνήμη. Λες και το έκανε επίτηδες. Για μια στιγμή τον φαντάστηκα μ’ ένα φτερό στο κεφάλι, όπως τους ανεκδιήγητους Ιταλούς της Κατοχής. Έδωσα στον άνθρωπο τον οβολό μου, κι εκείνος τον εισέπραξε μ’ ένα τσάκισμα της μέσης.
«Και πότε με το καλό κυκλοφορεί το βιβλίο σου;» ρώτησα τον Εμμανουέλε.
«Όπου να ‘ναι, σύντομα. Εσύ τι κάνεις;» με ρώτησε με τη σειρά του. «Μήπως αποφάσισες να γράψεις κι εσύ κάτι για τον πόλεμο στην Ελλάδα;»
«Μακάρι να είχα το ταλέντο», αποκρίθηκα. «Τότε θα το έκανα. Όμως, αλήθεια, δεν μας δόθηκε ποτέ η ευκαιρία να μου διηγηθείς πώς επέδωσες το περίφημο τελεσίγραφο στον Μεταξά. Υπάρχει μια ολόκληρη μυθολογία γύρω απ’ αυτό».
«Τα γράφω στο βιβλίο μου», είπε απλά και χαμήλωσε το βλέμμα.
«Και θα μ’ αφήσεις στην αναμονή ως τότε;» του είπα προκλητικά.
Σήκωσε τα μάτια από τον καφέ του και με κοίταξε.
«Τουλάχιστον σ’ έναν Έλληνα φίλο», μου είπε, «οφείλω όχι μόνο να το γράψω, αλλά και να το αφηγηθώ».
Παραθέτω τη διήγηση του Γκράτσι, όπως μου την είπε το βροχερό εκείνο απόγευμα πίνοντας εσπρέσο και τρώγοντας τα φημισμένα για την ποιότητά τους και τη λίγη περιεκτικότητα σε ζάχαρη μικρά γλυκίσματα, μίλια μακριά από την περίφημη τούρτα με τις ζαχαρωμένες σημαίες εκείνης της δεξίωσης στην Ιταλική Πρεσβεία.
Γύρω μας οι αναγεννησιακές νύμφες αγκαλιάζονταν με τους βοσκούς κι απέξω μάς έρχονταν σπαράγματα από τους πλανόδιους μουζικάντηδες που αψηφούσαν την ψιλή βροχή.
«Θυμάσαι, βέβαια, το σκηνικό στην περίφημη δεξίωση της 26ης Οκτωβρίου στην Πρεσβεία μας». Άναψε τσιγάρο. «Όταν εγώ και ο Φορνάρι στριφογυρίζαμε σαν νευρόσπαστα, μην ξέροντας τι να κάνουμε και πώς να φερθούμε σε όλο αυτό τον κόσμο που είχε έρθει να μας τιμήσει, καθώς και στους προσκεκλημένους μας, το ζεύγος Πουτσίνι. Ο λόγος ήταν ότι το τηλεγράφημα της κήρυξης του πολέμου είχε ήδη φτάσει από το πρωί, μα εμείς ήμασταν υποχρεωμένοι να κρατήσουμε άκρα μυστικότητα, διότι η επίθεση εναντίον της Ελλάδος έπρεπε να γίνει με αιφνιδιασμό.
»Το πιο ωραίο ήταν ότι το περίφημο κρυπτογράφημα έφτανε τμηματικά και ήμασταν αναγκασμένοι να το αποκρυπτογραφούμε. Πρώτα, θυμάμαι, είχε έρθει ένα απόσπασμα κάπου στο μέσον. Κάθε τόσο έφτανε και ένα καινούργιο τμήμα και εμείς έπρεπε να το συναρμολογήσουμε και να βγάλουμε μια άκρη. Αντί όμως να είμαστε αφιερωμένοι σε αυτήν τη δουλειά, στο Κρυπτογραφικό της Πρεσβείας, εμείς έπρεπε την ίδια στιγμή να εμφανιζόμαστε στη δεξίωση κάνοντας τάχα ότι δεν συμβαίνει το παραμικρό.