Γράφει ο Αλέξανδρος Χουλιάρας
Ο πολιτισμός στα μέσα μαζικής μεταφοράς, εισέβαλε στα βουνά μας με το λεωφορείο των εικοσιτεσσάρων θέσεων. Άνετο ευρύχωρο και ευάερο. Με τούτο το λεωφορείο δυσκολεύτηκε και σχεδόν εξαφανίστηκε η μεταφορά ζώων προς όφελος των ανθρώπων. Ο Θανάσης ένας ευήθης κρεμανταλάς είχε αγοράσει στο Καρπενήσι ένα γουρουνόπουλο το είχε βάλει σ΄ ένα σακί και περίμενε να το φορτώσει στο λεωφορείο. Δυο ενοχλημένοι συγχωριανοί του, αφού τον έπεισαν ν΄ ανοίξει το σακί, αμόλησαν το γουρουνόπουλο, το οποίο αγριεμένο γυρνούσε στην πλατεία. Έπειτα από ευρεία κινητοποίηση συνελήφθη και ο Θανάσης το πήγε στο χωριό. Όμως το μήνυμα εστάλη.
Με αυτά τα λεωφορεία στο Καρπενήσι ήδη εμφανίστηκε και καθιερώθηκε το λόμπυ των λεωφοριούχων. Εκκολαπτόμενοι εφοπλιστές της ξηράς και σκληροί κομματάρχες του Καραπιπέρη. Στο χώρο δεν ανάπνεε κανείς με το αριστερό ρουθούνι. Το κόμμα των επιχώριων κεφαλαιοκρατών εδώ βρήκε τα αξιότερα στελέχη του! Όμως και ο λαουτζίκος εξυπηρετήθηκε. Ήταν η περίοδος, που το Δασαρχείο γλύκανε τους τσοπαναραίους των βουνών στην χρηματιστική οικονομία, ώστε να ωριμάσουν και να ροβολήσουν στα εργοστάσια των κάμπων και των πόλεων. Κάθε πρωί τσούρμο επιβιβάζονταν στο λεωφορείο, με τον τρουβά στον ώμο, για να διασκορπιστούν στα λόγγια για μεροκάματο. Κλαίγοντας πήγαινε στη στάση του λεωφορείου, στην πλατεία, η γριά Διαμάντω. Όταν τη ρώτησαν τι έχει είπε: «ταξιδεύω τη Σπυριδούλα μ΄!» Έστελνε την κόρη της για μεροκάματο στο Δασαρχείο. Την άλλη όμως μέρα ήταν χαρούμενη κι έλεγε: «Σήμερα έβαλα στον τρουβά τ’ς Σπυριδούλας μ’ μια πατάκα κι ένα κοτζάμ αυγό!».
Μέσα στο λεωφορείο δεν έλειπαν και τα επεισοδιάκια. Η Μάρω σηκώθηκε για να κατεβεί στο μέρος, που θα δούλευε το συνεργείο της. Πριν κατέβει, πήγε ο Μήτσος κι έκατσε στη θέση της και είπε: «Ορέ ζεστόν κώλο πόχει η Μάρω!», οπότε κι αυτή μη χάνοντας καιρό του λέει: «έχεις και συ στο σπίτι σου δυο μουλάρες ξεσαμάρωτες», εννοώντας τις κόρες του. Αν ο οδηγός δεν επιτάχυνε την επιβίβαση της Μάρως και δεν αναχαίτιζε το Μήτσο θα είχε γίνει φονικό.
Όλα καλά και άγια με αυτά τα λεωφορεία, όμως είχαν μια εγγενή και απαίσια βρώμα. Εμείς τα παιδιά με τα καθαρά μας πνευμόνια, που ήταν συνηθισμένα ν΄ αναπνέουν τον καθαρό αέρα και τα αρώματα των βουνών, μόλις τα πλησιάζαμε είμασταν έτοιμα για εμετό. Το καλοκαίρι τις ημέρες των πανηγυριών, από το Βοϊδολίβαδο χάναμε το μέτρημα των λεωφορείων που περνούσαν. Όλη η προπολεμική δόξα των χωριών αυτές τις μέρες ανέβαινε στο χωριό να πιει κρύο νερό και να χορέψει ένα τσάμικο κάτω από τον πλάτανο. Πάνε αυτοί οι καιροί περάσανε ανεπιστρεπτί. Με αυτά τα λεωφορεία έκανε την εμφάνιση και ένα άλλο είδος επαγγελματία, αυτό των εισπρακτόρων. Η αίγλη που διέλαμπαν στις καρδιές των αδελφών μας ποιμενίδων ήταν μεγάλη και κάποιες ελευθεριάζουσες, που γονιμοποιούσαν τη φαντασία μας, ήταν εύκολη λεία γι’ αυτούς τους απρόσμενους εραστές. Όταν το λεωφορείο διανυκτέρευε στο χωριό, όλοι διατελούσαμε επί ποδός ερωτικού πολέμου.