Αν βουτήξουμε στις ιστορικές απαρχές του πολιτισμού μας και της αρτοποιίας θα βρούμε πρώτον – πρώτον τον Σποδίτη Άρτο, που έλεγαν οι Βυζαντινοί, σταχτοκυλισμένους τους έλεγε ο Πτωχοπρόδρομος, τη σταχτοκούλουρα και το χαμοκούκι, τους λέγαμε εμείς στον καιρό μας.
Η μικρή σταχτοκουλούρα γινόταν με ανεβατό ζυμάρι και ήταν πάρεργο της μεγάλης κουλούρας, που ψηνόταν στη γάστρα. Η μεγάλη (ταψο)κούλουρα όταν έβγαινε από το ταψί και αναποδογυριζόταν στο μεσάλι, αχνιστή, ζεστή και ροδοκόκκινη, όπως ήταν, προκαλούσε τις ανώτερες αισθήσεις και τα… κατώτερα ένστικτα όλων των εμβίων όντων του νοικοκυριού, με πρώτα και επιθετικότερα τα παιδιά. Όμως τούτη μόνο ένα πρόβλημα είχε, δεν μπορούσε να κοπεί αμέσως, γιατί έπρεπε η ψυχή της πρώτα να πάει στο χωράφι, απ΄ όπου ξεκίνησε. Έτσι η μάνα για να αναχαιτίσει τις βουλιμικές επιθέσεις των παιδιών της έψηνε στη χόβολη, παράλληλα με τη μεγάλη κουλούρα τη σταχτοκούλουρα ή την κουλούρα των παιδιών, που έλεγαν. Τούτη είχε το μέγεθος μιας μεγάλης λαγάνας και ήταν νοστιμότατη και ικανότατη να στομώσει την πείνα μικρών και μεγάλων.
Όμως ο πρίγκηψ των σποδιτών άρτων ήταν το χαμοκούκι ή κραμποκούκι ή ακόμα-ακόμα και κομποκούκι. Όλες οι ονομασίες ήταν σύνθετες με δεύτερο συνθετικό το –κουκι. Από μια ψιλοέρευνα που έκανα, το τρίτο όνομα κομποκούκι, ίσως ξετυλίγει λίγο το κουβάρι της ετυμολογίας. Κατά μίαν ηπειρώτικη παράδοση, που ως ευρυτανική την αναφέρει και ο Στ. Γρανίτσας, το πρωί δεν έπρεπε κάποιος να ακούσει τον κούκο νηστικός γιατί θα κουμπωνόταν, θα αρρώσταινε, θα τον “τσάκιζε ο κούκος” όπως έλεγαν επιγραμματικά. Έτσι αν δεν υπήρχε ψωμί κανονικό ανεβατό έφτιαχναν στα τσάκα-τσάκα το “ψωμί του κούκου” όπως έλεγαν περιφραστικά το άζυμο καλομποκίσιο κομποκούκι και γλίτωναν. Τούτο το επικροτούν και οι σύγχρονοι διαιτολόγοι, που θεωρούν το πρωινό ως το σημαντικότερο απάντων των γευμάτων.
Εμείς στο… ναχιγιέ των Βλαχοχωρίων (Κρίκελλο κ.λπ.) από τον τρόπο ψησίματος το λέγαμε χαμοκούκι. Το ζυμάρι τοποθετούταν χαμαί σε πυρωμένη εστία, επιμελώς σκουπισμένη και σκεπαζόταν με χόβολη, πλούσια σε κάρβουνα. Τοποθετώντας καθαρά κάρβουνα πάνω στο ζυμάρι, γινόταν μια κρούστα απαραίτητη για να μην έχουμε αντί για χαμοκούκι σταχτόψωμο. Στ΄ Άγραφα τόλεγαν κραμποκούκι γιατί χρησιμοποιούσαν λεπτά φύλλα καμπρολάχανου (το χειμώνα) ή κουτσουπόφυλλα (το καλοκαίρι), τα οποία έστρωναν κάτω στην πυρωμένη εστία, πάνω τους τοποθετούσαν το ζυμάρι, το οποίο στη συνέχεια κάλυπταν πάλι με τα ίδια φύλλα και βέβαια μετά το έχωναν στη χόβολη.
Εν κατακλείδι μίμηση πράξεως σπουδαίας είναι μια σύναξη και μια κατάνυξη, όταν έξω να λυσσομανάει ο βοριάς, στο (θερμοδυναμικό) τζάκι μας να λαμπαδιάζουν τα κούτσουρα, πάνω στο τραπεζάκι του σαλονιού να αχνίζει το χαμοκούκι με δίπλα λιπαρό τυρί και πικάντικο λουκάνικο και πάνω απ΄ όλα μια νεαρά ρούσα (εν ανάγκη ας είναι και Ρωσίδα!) να σερβίρει αδρή μπρούσκο κρασί, με μουσική υπόκρουση κλαρίνου στη χαμηλή του περιοχή, σε δρόμους κλέφτικους και ποιμενικούς και μελωδίες πόνου, παθών και νοσταλγίας.