10 Ιουνίου κάθε χρόνο εδώ και ογδόντα χρόνια έρχονται μνήμες πικρές από την ναζιστική θηριωδία στο Δίστομο. Το ναζιστικό κτήνος που κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, αιματοκύλισε την ανθρωπότητα, δέχτηκε αλλεπάλληλα χτυπήματα από τις αρχές του 1944. Απέναντί του ορθώνεται ο ηρωικός Κόκκινος στρατός. Στην Ελλάδα οι αντιστασιακές ομάδες σφίγγουν τον κλοιό γύρω τους. Οι ναζί και οι ντόπιοι συνεργάτες τους καταφεύγουν από βαρβαρότητα σε βαρβαρότητα. Σε πολλές περιοχές οι κάτοικοι ζουν από πρώτο χέρι την εγκληματική φύση της ναζιστικής ιδεολογίας. Ανώγεια, Κάνδανος, Κομμένο Άρτας, Χορτιάτης, Καλάβρυτα, Λέχοβο κι αλλού, οι κατοχικές δυνάμεις σκορπούν τον θάνατο και τη φρίκη.
Αρχές Ιουνίου 1944 ο 26χρονος Φρίτζ Λαουντένμπαχ, Λοχαγός των SS στην περιοχή της Λιβαδειάς, έλαβε διαταγή να κινηθεί με τον λόχο του προς τα χωριά Δίστομο, Στείρι και Κυριάκι. Σκοπός του, να εντοπίσει ομάδες ανταρτών στην Δυτική πλευρά του Ελικώνα.
Στο Στείρι, οι Γερμανοί έπεσαν σε αντάρτικη ενέδρα και μετά από πολύωρη μάχη αποχώρησαν με σημαντικές απώλειες. Για λόγους αντεκδίκησης οι Γρεναδόροι Γερμανοί των SS το πρωί στις 10-6-1944 μπαίνουν στο Δίστομο και άρχισαν την γενική σφαγή αμάχων, γυναικόπαιδων μέχρι και βρεφών. Κατακαίουν τα πάντα, δεν αφήνουν τίποτα όρθιο! Οι νεκροί του Διστόμου έφτασαν τους 261, εκ των οποίων 111 άνδρες, 117 γυναίκες και 53 παιδιά κάτω των 16 ετών. Συνολικά οι νεκροί στην γύρω περιοχή από τα αντίποινα ανέρχονταν στους 600, σύμφωνα με τον απεσταλμένο του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, George Wehry, που στάλθηκε μετά τη σφαγή στο Δίστομο. Το ολοκαύτωμα του Διστόμου και των Καλαβρύτων είναι από τα τραγικότερα της Ευρώπης κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο.
Φρικιαστικές και συγκλονιστικές είναι οι αφηγήσεις των επιζησάντων από την ανείπωτη θηριωδία του Διστόμου. Ποια να πρωτογράψει κανείς! ‘’…Βλέπουμε και μπαίνει μέσα ένας Γερμανός, που στάθηκε στην πόρτα και όσους μας βρήκε μαζεμένους μέσα στο δωμάτιο, 12 γυναικόπαιδα, άρχισε να μας ρίχνει στο σταυρό κατά πάνω μας με ένα γρήγορο όπλο. Εγώ λαβώθηκα στο χέρι από τους πρώτους κι έπεσα χάμω, κάνοντας τη σκοτωμένη. Η Ασήμω Σφοντούρη που ήταν στο πλάι μου και κράταγε το χρονιάρικο παιδί της στα γόνατα, με το πρώτο έπεσε από πάνω του και το σκέπασε με το κορμί της, να γλυτώσει αυτό τουλάχιστον απ’ το Χάρο. Αφού ο Γερμανός άδειασε το όπλο του πάνω μας δυο φορές, που να θυμηθώ από το φόβο και τον αλλαλαγμό, ύστερα ήρθε και μας σκούντησε με το πόδι του, να δει μπας και ζούσαμε και κάναμε τους πεθαμένους. Μα ποιος να κουνήσει, όλοι μας ο ένας πάνω στον άλλο, κολυμπάγαμε στο αίμα ! άλλοι είμαστε μισοζώντανοι και οι άλλοι στον τόπο. Αφού σιγουρεύτηκε ο Γερμανός, πως μας ξεπάστρεψε όλους, έφυγε…’’ Είναι η αφήγηση της μοναδικής που επέζησε από ‘κείνο το σπίτι, της αείμνηστης Ολυμπιάδας Περγαντά.
Φρίκη! Και οι γερμανικές αποζημιώσεις πουθενά, μετά από 80 χρόνια!