Τερψιλαρύγγια διάφορα

3493
boubouris sinaksari1

Οι άνθρωποι έλεγαν παλιά: «Η φτώχεια θέλει καλοπόρεψη» και πάντοτε μετεωρίζονταν και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το μόχθο της καθημερινής κουτσοπόρεψης και να τρυγήσουν κάποιες ηδονές καλοπόρεψης. Τούτο επιτυγχανόταν με τα διάφορα τερψιλαρύγγια, που βρίσκονταν σε ετοιμότητα να ηδύνουν το στεγνό και πικραμένο τους λαρύγγι.

Πεδίον δόξης λαμπρόν αυτών των ηδονών ήταν: για τους άντρες τα σκληρά και συνήθως νοθευμένα ποτά του καφενείου (τσίπουρο, ούζο και κονιάκ) και για όλους -άντρες, γυναίκες και παιδιά- οι οικογενειακές γιορτές, που είχαν χαρακτήρα και περιεχόμενα κοινοτικό και δεν είχαν συμποσιαστές μόνο τρεις συγγενείς και δυο φίλους.

Σ΄ αυτές τις γιορτές τον πρώτο λόγο είχαν τα γλυκά, συνήθως ποιήματα των χειρών της οικοδέσποινας κι ενίοτε αγοραστά. Ο βασιλιάς ή μάλλον ο σουλτάνος των γλυκών ήταν το μπακλαή, ένα γλυκό κατάλοιπο -ως εξαίρεση του κανόνα- της τουρκοκρατίας στη χώρα μας.

Στις χώρες της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, κυκλοφορεί σε πολλές ποικιλίες. Το ευρυτανικό μπακλαή είναι ίσως η καλύτερη απ΄ όλες τις άλλες αδελφές ποικιλίες. Η ποιότητά του έγκειται στα ορεινά μας καρύδια, που είναι τα καλύτερα σε όλην την επικράτεια. Οι προκομένες νοικοκυρές άνοιγαν σαράντα φύλλα (πέτρα) όσο πιο λεπτά μπορούσαν κι έφτιαχναν, με το υστέρημα της ζάχαρης, το σιρόπι.

Άλλα εξ ίσου ενδιαφέροντα και προκλητικά ποιήματα της νοικοκυράς ήταν η καρυδόπαστα ή μελαχροινή και το ξανθόν παντεσπάνι, που δικαίως έκλεψε  την… καρδιά της Αντουανέτας. Στις πρώτες επισκέψεις αυτά τα γλυκά καταναλώνονταν επί τόπου, όμως τα επόμενα σερβιρίζονταν τυλιγμένα σε λαδόκολλα για γευστική ευδαιμονία προσεχώς. Εκτός απ΄ αυτά τα βασιλικά γλυκά σερβίρονταν επίσης οι παρίες του είδους, που ήταν οι σπιτικοί ή όχι κουραμπιέδες και τα λουκούμια και αν το κακό με τα λουκούμια παραγίνονταν οι μικροί επισκέπτες πριν φύγουν τα κολλούσαν στη πόρτα του εορτάζοντος. Το φίλεμα σε εθιμοτυπικές ή τυχαίες επισκέψεις περιλάμβανε από πλευράς βρώσης χειροποίητο γλυκό του κουταλιού (κεράσι, καρύδι ή βύσσινο) ή ένα λουκουμάκι ή ένα σοκολατάκι και από πλευράς πόσης για τους άνδρες ένα σκληρό ποτό (τράγιο τσίπουρο μονής απόσταξης) και για τις γυναίκες ένα ηδύποτο είτε χειροποίητο λικέρ από κράνα ή στην καλύτερη περίπτωση μια εισαγόμενη μέντα.

Ένα «γλύκισμα» της καθημερινότητας ήταν οι τηγανίτες. Ήταν κάτι μεταξύ των λουκουμάδων ή της κουλούρας, που έψηναν οι νοικοκυρές στη στάχτη και αναχαίτιζαν τις βουλιμικές επιθέσεις των παιδιών, μέχρι να ετοιμαστεί για φάγωμα η αχνίζουσα γαστρίσια κουλούρα ή της λαγάνας που πουλούσαν οι φούρνοι του Καρπενησιού. Παρασκευάζονταν από άζυμο ή και ένζυμο υδαρή χυλό, που μ΄ ένα κουτάλι ριχνόταν σε καυτό λάδι στο τηγάνι. Τρώγονταν ζεστές ή και κρύες, αφού πρώτα πασπαλίζονταν με ζάχαρη ή περιχύνονταν με μέλι, όπως οι λουκουμάδες.