‘‘ Ένα απόσπασμα από την περίφημη «Μεταμόρφωση» του Φραντς Κάφκα. Το μυθιστόρημα βρίσκεται ακόμα στην αρχή… μα θα μπορούσε κάλλιστα να τελειώνει εδώ, στο απόσπασμα που παραθέσαμε. Ένας άντρας που ξυπνάει, διαπιστώνει πως έχει μεταμορφωθεί σε ένα φρικτό έντομο… μα η κυρίαρχη σκέψη και λαχτάρα του είναι να προλάβει να πάει στη δουλειά. Οι υποχρεώσεις, τα χρέη, το ωράριο, το αφεντικό… αυτά μόνο γυροφέρνουν στο νου του. Ναι. Με αυτό το μικρό απόσπασμα και μόνο, ο Κάφκα είχε πει τόσα και τόσα για τον άνθρωπο των σύγχρονων καιρών.’’
…
“Όταν ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε ένα πρωινό από ανήσυχα όνειρα, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε πελώρια κατσαρίδα. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα πάνω στη σκληρή ράχη του που ‘μοιαζε με πανοπλία και είδε, όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι, την τουρλωτή, καφετιά κοιλιά του, που ήταν χωρισμένη σε σκληρές, καμπυλωτές δίπλες και μόλις συγκρατούσε τα σκεπάσματα για να μην ξεγλιστρήσουν τελείως από πάνω του. Τα πολυάριθμα πόδια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, ταλαντεύονταν ανήμπορα μπροστά στα μάτια του. «Τι μου συνέβη;», αναρωτήθηκε. Όνειρο δεν ήταν (…). Η ματιά του Γκρέγκορ γύρισε στο παράθυρο και ο συννεφιασμένος ουρανός – σαν ν’ άκουγες τις στάλες της βροχής να χτυπάνε στο περβάζι του παραθύρου – τον έριξε σε βαθιά μελαγχολία. «Γιατί να μην ξανακοιμηθώ λιγάκι και να λησμονήσω όλες ετούτες τις ανοησίες;», σκέφτηκε, μα αυτό ήταν τελείως αδύνατο, γιατί είχε συνηθίσει να κοιμάται γυρισμένος στο δεξί πλευρό και, στην κατάσταση που βρισκόταν, του ήταν αδύνατο να στρίψει. Όσο κι αν πάσχιζε να γυρίσει στο δεξί του πλευρό, ξαναγυρνούσε ανάσκελα. (…) «Θεέ μου», συλλογίστηκε, «τι εξοντωτική δουλειά πήγα και διάλεξα!» (…) Γλίστρησε πάλι κάτω, στην προηγούμενη θέση του. «Αυτό το ξύπνημα απ’ τα χαράματα», σκέφτηκε, «αποβλακώνει για τα καλά τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη από κανονικό ύπνο. (…)
Να απαλλαγεί απ’ τα σκεπάσματα ήταν απλό. Φούσκωσε λιγάκι και τα σκεπάσματα έπεσαν από μόνα τους. Μα η επόμενη κίνηση ήταν δύσκολη, ιδιαίτερα δύσκολη, γιατί ο Γκρέγκορ ήταν ασυνήθιστα φαρδύς. Θα του χρειαζόταν μπράτσα και χέρια για ν’ ανασηκωθεί. Αντί γι’ αυτά όμως, είχε μόνο τούτα τα πολυάριθμα ποδαράκια, που δεν έλεγαν να σταματήσουν να σαλεύουν προς όλες τις διευθύνσεις και που του ήταν αδύνατο να τα κουμαντάρει (…) «Πριν σημάνει εφτά και τέταρτο», συλλογίστηκε, «πρέπει οπωσδήποτε να ‘χω σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Άλλωστε, ίσαμε τότε κάποιος θα ‘χει έρθει απ’ το μαγαζί για να ρωτήσει για μένα, αφού το μαγαζί ανοίγει πριν από τις εφτά». Και βάλθηκε να κουνάει μία από δω και μία από κει, συντονισμένα, όλο του το κορμί, με σκοπό να πεταχτεί ολόκληρος έξω απ’ το κρεβάτι.”