Το περιεχόμενο του τρουβά ήταν κατά κανόνα ξηροφαγικό, ο εμπλουτισμός του οποίου αποτελούσε τον καθημερινό πονοκέφαλο της νοικοκυράς. Το τυρί και η βουστίνα (κλωτσοτύρι), μ΄ ένα κομμάτι ψωμί και λοιπά… φρούτα όπως κρεμμύδι και σκόρδο ήταν η ξηροφαγική βάση. Από κει και πέρα το περιεχόμενο διανθιζόταν, ανάλογα με τις προκοπές του νοικοκύρη, πολλές φορές με πίτα, μερικές με ελιές, σπανίως με αυγά και σπανιότατα με ψητό κρέας. Τελευταία εμπλούτισαν τον τρουβά τα διάφορα κορνεμπίφ του εμπορίου, που ακόμα τώρα αν τα πετύχω τα γεύομαι με μια αρρωστημένη βουλιμία.
Πάντως καθολική αρχή σιγουριάς και αξιοπρέπειας είναι να τρώει κάποιος από τον τρουβά του.
ΤΟ ΑΝΑΒΟΛΙΔΙΝ
Ο τρουβάς του μέγα ασκητή των βουνών μας καθόλου δεν προσομοίαζε με το «κέρας της Αμαλθείας» των αρχαίων προγόνων μας, παρά ταίριαζε περισσότερο με το «αναβολίδιν» (=σακούλι) των σκληρών ασκητών της ερήμου της Νιτρίας στην Αίγυπτο.
Τούτοι οι ασκητές ουδέποτε εγεύθησαν εις το κελίον τους έψημα καλόν (=καλό φαΐ) και πλακούντα (=μικρό γλύκισμα) τερψιλαρίγγυον. Το πολύ-πολύ να αμάρτανον με αθήρα (=κουρκούτι από πληγούρι). Ο αββάς Πιώρ ήταν πολλά νήστις και φοβερά λιτοδίαιτος και όταν σπανίως έτρωγε το έκαμνε πάντα περπατώντας, για να μην προκαλεί τη γαστριμαργία του και βέβαια «άρτον επιθυμιών ουδέποτε έφαγε».
Έτσι θυμάμαι και κάποια κορίτσια της πάνω γειτονιάς μ΄ ένα κομμάτι ψωμοτύρι στα χέρια να τρώνε και να τρέχουν για να προλάβουν τις δουλειές. Όσον αφορά για τον άρτον των επιθυμιών -μάλλον- ουκ έτρωγαν γιατί η φτώχεια αντιμάχεται τον έρωτα!
Έτσι θυμάμαι και τον πατέρα τους, φορώντας την πατατούκα του και με το τρουβά του στον ώμο, με το ψωμότυρο μέσα, έτρεχε από φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός για να προλάβει τις δουλειές που τον κυνηγούσαν, για να φτιάξει την προίκα των κορασίδων του.
Σε παράλληλους δρόμους έγραφαν το δικό τους μαρτυρολόγιο ο αββάς Παμβώ ο οποίος υποβαλλόταν σε ολική ασιτία μέχρι αργά το βράδυ και όλη την ημέρα εργαζόταν σε μέγα εργόχειρο. Και σ΄ άλλους δρόμους της απέραντης ερήμου, άλλοι ασκητές ενδεδυμένοι το κεντωνάριον (=παλαιός και μπαλωμένος μανδύας) με το μανάδιν (=άλλη καλογηρική ονομασία για το σακούλι) ανά χείρας, που περιείχε «άρτον και άλας» και δίπυρον πεπαλαιωμένον παξαμάν (=παξιμάδι) επορεύοντο το σκολιό μονοπάτι του μοναχικού ασκητισμού, που ούτε και ο Θεός δεν το ήθελε, σε αντίθεση με τον… Ακάκιο του κοινοβιακού μοναχισμού, που το μόνο πρόβλημα που είχε ήταν να θυμάται πως τα μακαρόνια που θ΄ αγοράσει να είναι Μίσκο!