ΥΔΡΟΔΟΧΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΡΟΤΗ ΣΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ

2
xouliaras

Το σήμα κατατεθέν των βουνών είναι οι κρυόβρυσες με τα γάργαρα νερά τους

«Μάνα με κακοπάντρεψες και μ’ έδωκες στους κάμπους

εγώ το κάμα δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω».

Έτσι μολογάει το παράπονό της μια κακοπαντρεμένη. Οι λυγερές κοπέλες των βουνών μας δεν ήθελαν να πάνε στους κάμπους, αλλά ούτε ήθελαν για άντρα τους έναν λασπωμένο κολλήγο των κάμπων. «Εγώ δεν παντρεύομαι λασποπούτση» έλεγαν οι πιο ελευθεριάζουσες. Ήθελαν τους βαρβάτους και δυνατούς ορεσίβιους, που ήταν πρώτοι στο χωράφι και στο τσοπάνεμα και… κορυφαίοι στον έρωτα! 

Το κλίμα στα βουνά είναι ηπειρωτικό, που σημαίνει ότι τσουρούφλιζαν τα καλοκαιριάτικα λιοπύρια στο σκάλο, στο θέρο και στ΄ αλώνι. Έτσι το κρύο και γάργαρο νερό των πηγών μας ήταν βάλσαμο των ψυχών και των σωμάτων ημών. Όμως επειδή σπάνια δούλευαν δίπλα στις βρύσες είχαν τα υδροδοχεία εκστρατείας θα λέγαμε, για να φέρνουν το νερό στο τόπο της εργασίας τους. 

Το φρέσκο νερό το κουβαλούσαν συνήθως τα μικρά παιδιά. Όλοι οι αγρότες εξ απαλών ονύχων, ως νεροκουβαλητές άρχιζαν την επαγγελματική τους σταδιοδρομία.

image 16

Ο ΜΕΓΑΣ ΝΕΡΟΦΟΡΟΣ

Δυο κατηγορίες νερών γνωρίζαμε ως εργάτες και γονιμοποιητές της φύσης: τα νερά της άρδευσης των χωραφιών και των κήπων μας, που κουμάντο έκανε ο νεροφόρος και τα νερά της ύδρευσης ημών και των ζώων μας, που τα διαφέντευε ο Μέγας Νεροφόρος. 

Τόνους «ευδαιμονικών» και… δαιμονικών υγρών (κρασιά και λοιπά αλκοολούχα) κατανάλωσα στη ζωή μου, όμως δεν ήπια ευδαιμονικότερο ποτό από το «νηρόν ύδωρ» των πηγών του φυσικού περιβάλλοντος του χωριού μου. Όπως κανένα κρασί δεν είναι ίδιο έτσι γίνεται και με τις πηγές. Υπήρχαν πηγές που με το νερό τους ανάσταιναν και πεθαμένους, όπως επίσης υπήρχαν και «μπακακονέρια» στις διάφορες μπουζουρέκες, που προτιμούσαμε να σκάσουμε από τη δίψα, παρά να πιούμε το νερό τους.

Πολλές πηγές κοσμούσαν -και μας ξεδίψαγαν- διάσπαρτες στα χωράφια, στα βοσκοτόπια και στα λόγγια μας. Ήταν οι πηγές που κουμαντάριζε ο Μέγας Νεροφόρος και Δημιουργός του σύμπαντος. Με αυτές θαύμαζα τη σοφία του και τη φιλευσπλαχνία του για τα δημιουργήματά του.

Ως επαγγελματίας «τεχνο-λόγος» με πολλά εξωτερικά υδραγωγεία ανακατεύτηκα και τα προσέγγισα τεχνοκρατικά. Σήμερα συνταξιούχος, ως ανάξιος «λογο-τέχνης», προσεγγίζω συναισθηματικά το μεγάλο  θέμα των πηγών και του νερού. Υπό αυτές τις συνθήκες έμαθα αρκετά για την δημιουργία των πηγών, όμως το κλειδί της ολοκληρωμένης γνώσης το κρατάει σφιχτά ο Δημιουργός των πηγών, που πάντα εγώ τον αντιμετωπίζω σαν τον Μέγα Νεροφόρο, που μου επιτρέπει να πίνω νερό από τις πηγές που διαφεντεύει και να προστρέχω σ΄ αυτές: «ως η έλαφος επί τας πηγάς των υδάτων».