Από το βιβλίο του Θωμά Λ. Τσέτσου, ‘‘ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΝΕΟΥ ΑΡΓΥΡΙΟΥ ΕΥΡΥΤΑΝΙΑΣ Β΄’’
‘‘Με το ξημέρωμα, το χωριό μας ξύπνησε ντυμένο στ΄άσπρα. Τα φτυάρια δούλεψαν εντατικά, κάμποσες ώρες και οι δρόμοι προς την Εκκλησιά την «Αγιανάργυρη», και στο κέντρο του χωριού, ανοίχτηκαν. Μια απέραντη ησυχία ήταν απλωμένη στη φύση και μας έφερνε χαρά και φόβο μαζί. Όλη τη μέρα η μανάδες, στις γωνιές, πάλευαν με τις γάστρες. Χριστόψωμα, κουλούρες για τα αναδεχτούδια με τις καρύδες στη μέση. Οι άντρες, δυο, δυο, τρεις, τρεις με πρώτο τον Αργύρη, γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και βοήθαγαν στο σφάξιμο των γουρουνιών. Μια όμορφη γλυκειά προσμονή συνέπαιρνε της ψυχές…
Την παραμονή τα παιδιά, ίδια σπουργίτια, ζυγιές, ζυγιές γύρισαν το χωριό τραγουδώντας τα κάλαντα. Κόκκινα προσωπάκια, χέρια και ποδάρια παγωμένα αλλά, ζεστές οι ψυχές.
Γιόμισε το χωριό χαρά και ελπίδες…
«Καλήν ημέραν άρχοντες
αν είναι ορισμός σας
χριστού τη θεία Γέννηση
να πω στ’ αρχοντικός σας»
Ο Παπα Λάμπρος χτύπησε την καμπάνα στις 4 το πρωί και αντιβούιξε η ποταμιά προσδοκία. Άρχισαν σιγά-σιγά, να κατεβαίνουν οι χωριανοί στην «Αγιανάργυρη», με φανάρια και δαυλιά. Χραπ, χρουπ από την πόρτα στην αντρίκια, διάβαιναν στο προσκυνητάρι, με ευλάβεια και σεβασμό. Ασπάζονταν τις Άγιες Εικόνες, και έπαιρναν τη θέση τους στα, παλιά, στασίδια. Η πανηγυρική, Θεία Λειτουργία, με τους μελωδικούς ύμνους και το χαρούμενο πανανθρώπινο μήνυμα άπλωναν στα πρόσωπα των χωριανών μια απόκοσμη γαλήνη και έλαβαν στο μισοσκόταδο τα μάτια.
Η Γέννησίς σου Χριστέ, ο Θεός ημών,
ανέτειλε τω κόσμω το φως το της γνώσεως…»
Κοντά στο ξημέρωμα, τελείωσε η Θεία Λειτουργία. Όξω στον περίβολο της Εκκλησιάς, όπως ξεχύνονταν οι χωριανοί, άκουγες καρδιακές ευχές και φωνές χαρούμενες. Τα μονοπάτια γιόμισαν, ξανά, ζωή και το χωριό μας αγάπη και ελπίδα.
Γυρνώντας στο σπίτι, από την Εκκλησιά, ο πατέρας έφερε μαζί του δύο βάντες από χλωρό πουρνάρι και φιλίκι. Καλημέρισε, είπαμε χρόνια πολλά και μετά ζύγωσε στη γωνιά. Στημένο εκεί από την παραμονή το βράδυ, ένα γερό και χοντρό αρίσιο κούτσουρο λαμπάδιασε, καθώς η φωτιά δυνάμωνε. Δίπλα του ένας μικρός κέδρος χλωρός. Το χοντρό, γερό, κούτσουρο, σύμφωνα με το έθιμο συμβόλιζε τον νοικοκύρη. Έτσι σαν το ξύλο να ναι γερός και δυνατός. Ο χλωρός κέδρος λέει το έθιμο, συμβόλιζε την νοικοκυρά και την αποκατάσταση των παιδιών της οικογένειας.
Ο πατέρας πήρε τις δύο βάντες, τις άπλωσε στις φλόγες και άρχισε να λέει, καθώς καίγονταν και έσκαζαν, με κρότο, τα χλωρά φύλλα, τούτες τις λέξεις: υγεία, γαμπρούς, νύφες, γρόσια, αρνιά, κατσίκια. Ήταν ευχές για το καλό του σπιτιού, για τη ζωή του για την προκοπή.
Η Χριστουγεννιάτικη μέρα, και όλες οι άλλες, ως την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, διαβηκαν μέσα στην οικογενειακή ζεστασιά. Έγινε και στο σχολειό γλέντι, γερό και μαζώχτηκε όλο το χωριό. Βλέπαμε τους μεγάλους, στο χοροστάσι πιασμένους, σφιχτά, χέρι με χέρι, να φέρνουν γύρα στο χορό. Άλλοτε αργά, μελετημένα και άλλοτε γρήγορα στα «κλειστά», κι ώρες, ώρες σειόταν το πάτωμα από τον δυνατό βρόντο των ποδαριών σαν λίγωνε ο Στάθης το βιολί, παθιασμένος στους σκοπούς του.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς βούιξε, ξανά, το χωριό από τις φωνές των παιδιών στα κάλαντα. Κίνηση, ξανά αγωνία στις γάστρες και για τις βασιλόπιτες και στον καφενέ, το βράδυ, οι μεγάλοι γύρω από το τρανό ξύλινο τραπέζι, φούντωσαν το «τριανταένα» και τον «κούκο». Ανήμερα μαζεύτηκε στην Εκκλησιά όλο το χωριό. Ύστερα στο σπίτι σαν έστρωσε η μάνα των γιορτινό τραπέζι, έφερε στο τρανό, χαλκομματένιο τηγάνι την «μπουκ΄βάλα», ψωμί βρασμένο στο βούτυρο. Μέσα στην «μπουκ’βάλα» είχε ρίξει ασημένιο κέρμα, φύλλα από πουρνάρι και φιλίκι, καλαμποκόφυλλο και σπυριά καλαμπόκι.
Το κέρμα σήμαινε, για όποιον το έβρισκε, τύχη στα λεφτά, το σπυρί καλαμπόκι τύχη στο ψωμί, το πουρναρόφιλο στα γίδια, το φιλικόφυλλο στα πρόβατα και το καλαμποκόφυλλο στα χοντρικά (γελάδια και άλογα).
Οι ‘μέρες πέρασαν. Του Σταυρού ο Παπα Λάμπρος γύρισε τα σπίτια με τον αγιασμό στο, χαλκωματένιο, αγγειό. Ράντιζε τους χωριανούς, τα σπίτια, τα ζωντανά, τα δέντρα. Να φύγουν τα τελώνια, τα παγανά, να καλυτερέψει η ζωή και να ημερέψει ο τόπος.
Τα παιδιά, ξανα, γέμισαν το χωριό χαρά με τα Φωτεινά κάλαντα
«Σήμερ είν΄ τα φώτα κι ο φωτισμός»
Οι νοικοκυρές έχυσαν το νερά το βράδυ και ανήμερα τα Φώτα, μετά τον Μεγάλο Αγιασμό, ξαναγυόμισαν τις, ξύλινες, βαρέλες αγιασμένο νερό. Κι ύστερα το γυάλινο, σκούρο, μπουκάλι με τον Αγιασμό τοποθετήθηκε στο εικονοστάσι
Τ’ απόγευμα των Φώτων η συντροφιά έκαμε, ξανά, επιθεώρηση στ΄αργαλίσια τροβάδια.Και τ Άη Γιαννιού, νύχτα, με βαρειά καρδιά, έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού στα θρανία. Πέρα από το μεγάλο Πέτρινο Γεφύρι, σαν πήραμε τον ανήφορο, ο Δήμος Πλατανιάς ρώτεγε, τον Σωτήρη, πιά ημερομηνία έπεφτε η Λαμπρή…’’