Γράφει ο Θεοφάνης Παναγιωτόπουλος
Διήγημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Πρωτοδημοσιεύτηκε στις 10 Απριλίου του 1891 στο περιοδικό «Αττικόν Μουσείον», με τον υπότιτλο «σύγχρονος ηθογραφία».
Ὁ μπαρμπα-Πύπης, ὁ γηραιὸς φίλος μου, εἶχεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ καπέλα, διαφόρων χρωμάτων, σχημάτων καὶ μεγεθῶν, ὅλα ἐκ παλαιοῦ χρόνου καὶ ὅλα κατακαίνουργια, τὰ ὁποῖα ἐφόρει ἐκ περιτροπῆς μετὰ τοῦ εὐπρεποῦς μαύρου ἱματίου του κατὰ τὰς μεγάλας ἑορτὰς τοῦ ἐνιαυτοῦ, ὁπόταν ἔκαμνε δύο ἢ τρεῖς περιπάτους ἀπὸ τῆς μιᾶς πλατείας εἰς τὴν ἄλλην, διὰ τῆς ὁδοῦ Σταδίου. Ὁσάκις ἐφόρει τὸν καθημερινὸν κοῦκόν του, μὲ τὸ σάλι του διπλωμένον εἰς ὀκτὼ ἢ δεκαὲξ δίπλας ἐπὶ τοῦ ὤμου, συνήθιζε νὰ κάθηται ἐπί τινας ὥρας εἰς τὸ γειτονικὸν παντοπωλεῖον, ὑποπίνων συνήθως μετὰ τῶν φίλων, καὶ ἦτο στωμύλος καὶ διηγεῖτο πολλὰ κ᾽ ἐμειδία πρὸς αὐτούς.
Ὅταν ἐμειδία ὁ μπαρμπα-Πύπης, δὲν ἐμειδίων μόνον αἱ γωνίαι τῶν χειλέων, αἱ παρειαὶ καὶ τὰ οὖλα τῶν ὀδόντων του, ἀλλ᾽ ἐμειδίων οἱ ἱλαροὶ καὶ ἥμεροι ὀφθαλμοί του, ἐμειδία στίλβουσα ἡ σιμὴ καὶ πεπλατυσμένη ρίς του, ὁ μύσταξ του ὁ εὐθυσμένος μὲ λεβάνταν καὶ ὡς διὰ κολλητοῦ κηροῦ λελεπτυσμένος, καὶ τὸ ὑπογένειόν του τὸ λευκὸν καὶ ἐπιμελῶς διατηρούμενον, καὶ σχεδὸν ὁ κοῦκός του ὁ στακτερός, ὁ λοξὸς κ᾽ ἐπικλινὴς πρὸς τὸ οὖς, ὅλα παρ᾽ αὐτῷ ἐμειδίων. Εἶχε γνωρίσει πρόσωπα καὶ πράγματα ἐν Κερκύρᾳ, ὅλα τὰ περιέγραφε μετὰ χάριτος εἰς τοὺς φίλους του. Δὲν ἔπαυσε ποτὲ νὰ σεμνύνεται διὰ τὴν προτίμησιν τὴν ὁποίαν εἶχε δείξει ἀείποτε διὰ τὴν Κέρκυραν ὁ βασιλεύς, καὶ ἔζησεν ἀρκετὰ διὰ νὰ ὑπερηφανευθῇ ἐπὶ τῇ ἐκλογῇ, ἣν ἔκαμε τῆς αὐτῆς νήσου πρὸς διατριβὴν ἡ ἑφτακρατόρισσα τῆς Ἀούστριας. Ἐνθυμεῖτο ἀμυδρῶς τὸν Μουστοξύδην, μὰ δόττο, δοττίσσιμο κὲ ταλέντο!* Εἶχε γνωρίσει καλῶς τὸν Μάντζαρον, μὰ γαλαντουόμο!* τὸν Κερκύρας Ἀθανάσιον (μὰ μπράβο!*), τὸν Σερπιέρρο (κὲ γρὰν φιλόζοφο!*). Τὸ τελευταῖον ὄνομα ἔδιδεν εἰς τὸν ἀοίδιμον Βράιλαν, διὰ τὸν τίτλον ὃν τοῦ εἶχον ἀπονείμει, φαίνεται, οἱ Ἄγγλοι (Sir Pierro = Sir Peter).
Εἶχε γνωρίσει ἐπίσης τὸν Σόλωμο (κὲ ποέτα!*) τοῦ ὁποίου ἀπεμνημόνευε καὶ στίχους τινάς, ἀπαγγέλλων αὐτοὺς κατὰ τὸ ἑξῆς ὑπόδειγμα.
Ὡ σ ὰ ν τὴ σπίθα κρουμμένη στὴ στάχτη
ποῦ ἐκρουβόταν γιὰ μᾶς λευτεριά;
Εἰσὲ πᾶσα μέρη πετιέται κι ἀνάφτει,
καὶ σκορπιέται σὲ κάθε μεριά.
Ὁ μπαρμπα-Πύπης ἔλειπεν ὑπὲρ τὰ εἴκοσι ἔτη ἐκ τοῦ τόπου τῆς γεννήσεώς του. Εἶχε γυρίσει κόσμον κ᾽ ἔκαμεν ἐργασίας πολλάς. Ἔστειλέ ποτε καὶ εἰς τὴν Παγκόσμιον ἔκταση, διότι ἦτο σχεδὸν ἀρχιτέκτων, καὶ εἶχε μάλιστα καὶ μίαν ἰνβεντσιόνε*. Ἐμίσει τοὺς πονηροὺς καὶ τοὺς ἰδιοτελεῖς, ἐξετίμα τὸν ἀνθρωπισμὸν καὶ τὴν τιμιότητα. Ἀπετροπιάζετο τοὺς φαύλους.
«Ἰλ τραδιτόρε νὸν ἂ κομπασσιόν, ὁ ἀπατεώνας δὲν ἔχει λύπηση». Ἐνίοτε πάλιν ἐμαλάττετο κ᾽ ἐδείκνυε συγκατάβασιν εἰς τὰς ἀνθρωπίνας ἀτελείας. «Οὐδ᾽ ἡ γῆς ἀναμάρτητος, ἄγκε λὰ τέρρα νὸν ἒ ἰμπεκκάμπιλε». Καὶ ὕστερον, ἀφοῦ οὐδ᾽ ἡ γῆ εἶναι, πῶς θὰ εἶναι ὁ Πάπας; Ὅταν τοῦ παρετήρει τις ὅτι ὁ Πάπας δὲν ἐψηφίσθη ἰμπεκκάμπιλε*, ἀλλὰ ἰνφαλλίμπιλε*, δὲν ἤθελε ν᾽ ἀναγνωρίσῃ τὴν διαφοράν.