«Ήταν ένας νέος ωχρός. Καθόταν στο πεζοδρόμιο.
Χειμώνας, κρύωνε.
Τι περιμένεις; του λέω.
Τον άλλον αιώνα, μου λέει.
Πού να πάω
Όσο για μένα, έμεινα πάντα ένας πλανόδιος πωλητής αλλοτινών πραγμάτων,
αλλά… αλλά ποιος σήμερα ν’ αγοράσει ομπρέλες από αρχαίους κατακλυσμούς.
Χρωματίζω πουλιά και περιμένω να κελαηδήσουν
Αλλά μια μέρα δεν άντεξα.
Εμένα με γνωρίζετε, τους λέω.
Όχι, μου λένε.
Έτσι πήρα την εκδίκησή μου και δε στερήθηκα ποτέ τους μακρινούς ήχους.
Τραγουδάω, όπως τραγουδάει το ποτάμι
Κι ύστερα στο νοσοκομείο που με πήγαν βιαστικά…
Τι έχετε, μου λένε.
Εγώ; Εγώ τίποτα, τους λέω. Μόνο πέστε μου γιατί μας μεταχειρίστηκαν,
μ’ αυτόν τον τρόπο.
Το βράδυ έχω βρει έναν ωραίο τρόπο να κοιμάμαι.
Τους συγχωρώ έναν-έναν όλους.
Άλλοτε πάλι θέλω να σώσω την ανθρωπότητα,
αλλά εκείνη αρνείται.
Όμως απόψε, βιάζομαι απόψε,
να παραμερίσω όλη τη λησμονιά
και στη θέση της ν’ ακουμπήσω,
μια μικρή ανεμώνη.
Κύριε, αμάρτησα ενώπιον σου: ονειρεύτηκα πολύ. Έτσι ξέχασα να
ζήσω.
Μόνο καμιά φορά μ’ ένα μυστικό που το ‘χα μάθει από παιδί
ξαναγύριζα στον αληθινό κόσμο
αλλά εκεί κανείς δε με γνώριζε. Σαν τους θαυματοποιούς που όλη
τη μέρα χαρίζουν τ’ όνειρο στα παιδιά
και το βράδυ γυρίζουν στις σοφίτες τους πιο φτωχοί κι απ’ τους
αγγέλους —
ο άλλος αδελφός μου πέθανε στο γηροκομείο κι όταν πήγαινα να
τον δω, μου ζητούσε λίγα χρήματα τόσο παρακλητικά
που ο θάλαμος ευωδίαζε Χριστούγεννα. Και συχνά διέσχιζα έναν
επικίνδυνο δρόμο για να προλάβω ένα φάντασμα
ή τις νύχτες έψαχνα απεγνωσμένα μέσα στο παρελθόν μήπως και
βρω μια λεπτομέρεια
που να με δικαιώνει. Άλλα εκείνο που μ’ έκανε ν’ απορώ είναι
που υστέρα από μια ολόκληρη εξέγερση εγώ είχα ακόμα το
κεφάλι πάνω στους ώμους μου.
Κι ίσως αυτό να ‘γινε γιατί πάντα ένας κήπος απλωνόταν γύρω μου
χωρίς κανείς να τον βλέπει.
Και κάθε φορά που ξυπνάω δυσκολεύομαι να ξαναβρώ την
ηλικία μου
ανεμίζει στο παράθυρο η κουρτίνα σα ν’ αποχαιρετάει κάποιον που
μόλις έφυγε —
ώ νεότητα!
Συνήθως κάθομαι στη σάλα κοιτάζοντας τον τοίχο «Όμως αν το
δεις, θα χαθείς», μου ‘λεγε η μητέρα κι έκλαιγε
«κι όμως, μητέρα — μόνο αν χαθώ θα το δω», και τότε ένιωθα
πως είχα έρθει από πολύ μακριά και πήγαινα ακόμα μακρύτερα
κι ο αέρας μύριζε απαλά σα να ‘χαμε συγχωρεθεί για όλα
ή άλλοτε περπατώντας τη νύχτα ολομόναχος άκουσα ένα πιάνο
να παίζει
κι οι θλιμμένες νότες του ήταν σα να ‘ρχονταν. απ’ το βάθος ενός
ονείρου
ή μιας άλλης ζωής
που πήγαινα; τι γύρευα; Θα ξαναγυρίσουμε ποτέ;
Αλλά τι σημασία έχει;
αφού μόνο το ανεξήγητο είναι που δίνει κάποτε στα λόγια μας τη
μαγεία ενός χαμένου δειλινού,
ώρες νοσταλγίας, που μας κάνετε να ζήσουμε τρεις ζωές σ’ ένα
μοναχικό απόγευμα
και συχνά στο διάδρομο συνάντησα πρόσωπα άγνωστα όπως όταν
έχεις χάσει το δρόμο
ή μας συμβαίνουν γεγονότα που μας φαίνονται τόσο γνώριμα,
πότε τα ξαναζήσαμε; που;
Ίσως γι’ αυτό κλαίω σε ώρες ακατάλληλες.
Ώ ανεκπλήρωτο, που ακόμα κι όταν όλα μας εγκαταλείπουν εσύ
αφήνεις έξω από την πόρτα μας
ένα μικρό γιασεμί».
Τάσος Λειβαδίτης — Περιπλανήσεις (I)
Από τη συλλογή ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΜΕΓΑΛΑ ΟΝΕΙΡΑ – 1987
Αφιερωμένο για την αυριανή παγκόσμια μέρα ποίησης σε όλους τους ονειροπόλους αγωνιστές που αναρωτιούνται ‘γιατί μας μεταχειρίστηκαν με αυτό τον τρόπο…’ και μάλλον δεν τους ‘σηκώνει’ αυτή η ανθρωπότητα…