Τα νοικοκυριά από πλευράς οικοδομημάτων συγκροτούνταν από δυο ενότητες. Η πρώτη στέγαζε τους ανθρώπους και περιείχε επίσης και τον «αφακά» τους, δηλαδή μια αποθήκη για τα τρόφιμα που χρειάζονταν κυρίως για να βγάλουν το χειμώνα. Η δεύτερη ενότητα ήταν συνήθως ένα δίπατο κτίσμα στο οποίο ο πάνω όροφος ήταν η αχυρώνα και ο κάτω στάβλος και άκουγε στο όνομα σταβλαχυρώνας, όμως ενίοτε ο στάβλος και η αχυρώνα ήταν ανεξάρτητες. Στα καλά σπίτια αυτές οι δύο ενότητες συνυπήρχαν στο ίδιο οικόπεδο, αλλά είχαν τη δική τους αυλόπορτα και αυτόνομη αυλή.
Η αχυρώνα
Στην αχυρώνα γινόταν η αποθήκευση του «αναφακά», και ως τα μέσα του φθινοπώρου το αργότερο έπρεπε να είναι γεμάτη. Οι αποθηκευτικοί χώροι της ήταν η κεράνη κάτι σαν τη σημερινή σοφίτα) και ο επιδαπέδιος χώρος της δηλ. το ισόγειο. Τα είδη της χορτονομής που αποθηκεύονταν ήταν για τα χοντρά ζώα: λιβαδοχόρταρα και χορταροτρέφυλλα πρώτης κοψιάς, τριφύλλι δεύτερης κοψιάς και άγριο σανό, κυρίως καβαλαρού. Για τα λιανώματα ήταν: τα οψιμοτρέφυλλα τρίτης και τετάρτης κοψιάς και κλαριά από δέντρο (δρυς) και λίγο φτελιά ή μουριά. Στο δάπεδο σωρό ήταν το άχερο για τα φορτιάρικα, καθώς και η λοιπή χορτονομή και η ξηρή κλαδονομή. Με αυτά, καθώς επίσης με τα λατσούδια και το μελά των ελάτων, που έκοβαν και συνέλλεγαν για άμεση κατανάλωση, θα ξεχειμώνιαζαν τα ζώα και οι άνθρωποι του νοικοκυριού (Α8η1).
Τα καλύβια
Επειδή η δουλειά στα χωράφια ήταν πολλή και τα χωράφια μακριά από το σπίτι ο αναφακάς ήταν πολύς φρόντιζαν σε κάθε σοβαρό χωράφι να χτίζουν πρόχειρα καλύβια, για να διανυκτερεύουν. Όμως και ο αναφακάς ήταν πολύς και δεν χωρούσε στον αχερώνα το αποθήκευαν πρόχειρα στα καλύβια και το χειμώνα τον κουβαλούσε με το πάσο στο σπίτι και τον επαναποθήκευε στην αχερώνα, όταν προέκυπτε σ΄ αυτήν αποθηκευτικό κενό. Τα καλύβια ήταν αυτά τα ταπεινά κτίσματα που έκαναν όλη την ύπαιθρο μια ανοιχτή πόλη και όχι ερημότοπο που είναι σήμερα. Προπολεμικά ήταν σκεπασμένα με σκλίδες, όπως έλεγαν τα δεματάκια της καλαμιάς της βρίζας μετά το ξεκάρπισμα ή με πλάκες όπως ήταν όλα τα σπίτια. Μεταπολεμικά κυριάρχησε ο τσίγκος δηλ. φύλλα κυματοειδούς λαμαρίνας, και σήμερα υπάρχουν ως οβολιοί λίθων, ώσπου να τα εξαφανίσει η άγρια φύση (Α8η2).
Οι θημωνιές
Επειδή πολλές φορές οι προς αποθήκευση ζωοτροφές ήταν πολλές και οι αποθηκευτικοί χώροι λίγοι, έφτιαχναν τις θημωνιές, όπου αποθήκευαν στην αυλή της αχυρώνας τις καλαμποκιές, τις οποίες συνέλλεγαν για ξηρή τροφή στα χορτοπαμφάγα γαϊδουρομούλαρα. Τις έστηναν κατά την κατακόρυφη έννοια, έν είδη κωνικής σκεπής, για να διώχνουν τα όμβρια ύδατα και έπαιρναν από τη βάση του κώνου όσες καλαμποκιές ήθελαν για να ταΐσουν τα ζώα τους (Α8η3).