Στις 12 Νοέμβρη έφυγε σε ηλικία 80 χρόνων ο Μιχάλης Γκανάς, από τους κορυφαίους σύγχρονους Έλληνες ποιητές, στιχουργούς και λογοτέχνες.
Γεννήθηκε στον Τσαμαντά Θεσπρωτίας στα 1944 και έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Αλβανία και στο Μπελογιάννη Ουγγαρίας ως πολιτικός εξόριστος με την οικογένειά του. Με την παλιννόστηση φοίτησε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Εργάστηκε ως βιβλιοπώλης, ως επιμελητής τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών εκπομπών και ως κειμενογράφος. Πολλά ποιήματά του έχουν μελοποιηθεί από σημαντικούς Έλληνες και ξένους μουσικοσυνθέτες όπως, ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας, ο Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο Νίκος Ξυδάκης, ο Γιώργος Χατζηνάσιος, ο Άρα Ντινκτζιάν, κ.α. Το 1994 τιμήθηκε με το Β’ Κρατικό Βραβείο ποίησης για το έργο του ‘’Παραλογή’’ και το 2011 βραβεύτηκε για το σύνολο του ποιητικού του έργου από την Ακαδημία Αθηνών. Πολλά από τα έργα του συμπεριλήφθησαν σε ανθολογίες στα Αγγλικά, Βουλγαρικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Γεωργιανά, Ισπανικά, Ιταλικά, Κινέζικα, Ουγγρικά, Ρουμανικά, Ρουμανικά, Τσέχικα Πολωνικά και Φινλανδικά.
Ο Γκανάς κατάφερε να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στην ποίηση. Ενώ πολλά από τα ποιητικά του πονήματα που μελοποιήθηκαν, έγιναν τραγούδια στα χέρια μεγάλων συνθετών, ζωντάνεψαν με τις ερμηνείες διάσημων καλλιτεχνών, σημαδεύοντας γενιές ακροατών.
Ήταν παντρεμένος με την εκδότρια Πόπη Γκανά, με την οποία απόχτησαν έναν γιο και μια κόρη.
Είχα την τιμή να τον γνωρίσω από κοντά (δια μέσω του επιστήθιου φίλου του και εξαδέλφου μου Ηλία Μπουμπουρή) και ανταλλάξαμε γνώμες και απόψεις για την συγγραφή. Του έχω χαρίσει τρία από τα βιβλία μου και κατέχω αρκετά από τα δικά του. Ακόμα μεγαλύτερη τιμή, που την αρχή τριών βιβλίων μου, κοσμούν τετράστιχα επιγράμματά του πάντα με την δική του συναίνεση.
Τι άλλο θα μπορούσα να καταθέσω στη μνήμη του μεγάλου ποιητή-λογοτέχνη, άλλο από μερικούς από τους χιλιάδες στίχους του που μας άφησε παρακαταθήκη:
ΟΙ ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΑΡΧΑΓΓΕΛΟΥ (Στον Μίκη, αντί-δωρο)
« Χρυσά φτερά, βυζαντινό μου βλέμμα, αρχάγγελοι χορεύανε στο αίμα
κι ένα τραγούδι μέσα στη φωνή μου, μού γύρευε μιαν έξοδο κινδύνου.
Γιάννενα και Τρίπολη και Σύρα, όμορφη σκονισμένη μου πορφύρα,
Χίος, Κεφαλονιά και Μυτιλήνη, μοίρα μου πελαγίσια Ρωμιοσύνη.
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα, τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.
Τρελή φυλή που κλαίει και γελάει, μ’ έναν καημό κοιμάται και ξυπνάει,
να σπέρνει τα πελάγη με σιτάρι, για να θερίσει το μαργαριτάρι.
Γιάννενα και Τρίπολη και Κρήτη, ρίζα μου περηφάνια Ψηλορείτη,
Ζάτουνα και νησιά της αγωνίας, φλέβα μου μυστική της Ιωνίας.
Χάλκινο το τραγούδι μας στο στόμα τίποτε δεν το φίμωσε ακόμα.»