Ο τενεκές ανέβασε τον αγροτικό πολιτισμό ένα σκαλί παραπάνω και ξεκούρασε κάπως τον τλήμονα αγρότη. Ανέβασε τον πολιτισμό γιατί προμήθευσε τους ανθρώπους με καινούργια και πιο εύχρηστα σκεύη και κόσμησε την τεκτονική συντεχνία μ΄ έναν ακόμα μάστορα.
Διεμβόλισε την κυριαρχία του ακριβού χαλκού στα οικιακά σκεύη με τον φτηνό και ευάλωτο τενεκέ, που κατά κανόνα γρήγορα αντικαθίστατο. Έτσι εισήγαγε τον άνθρωπο στη λογική του καταναλωτισμού. Ο τενεκές παρά τον προσβλητικό χαρακτηρισμό: «τενεκές ξεγάνωτος» δεν κυκλοφορούσε στην πιάτσα ούτε ως ξεγάνωτος ούτε όμως και ως γανωμένος. Από πλευράς υλικού κατασκευής μπορεί να είναι από ορείχαλκο και ακούει στο όνομα πάφιλας (τουρκ. pafila) ή από ψευδάργυρο με το καθημερινό όνομα τσίγκος (ιταλ. zinco) ή από λευκοσίδηρο, με το κοινό -και μη εξαιρετέο- όνομα τενεκές (τουρκ. teneke), που έδωσε και το όνομα τενεκετζής στο μάστορα και των τριών πιο πάνω ειδών του.
Επειδή ο τενεκές, ως πρώτη ύλη των τενεκτζήδων, ήταν ελαφρύς και τα εργαλεία κατεργασίας του λίγα και αλαφρά, επέτρεπαν στο μάστορα τους να είναι περιπλανώμενος. Με το γάιδαρό του φορτωμένον όλα τα χρειαζούμενα γι΄ αυτόν και τη δουλειά του, περιφερόταν από χωρίου εις χωρίον προς άγραν εργασίας. Εκτός όμως από υλικό για την τέχνη του τενεκτζή ήταν ένα σοβαρό μικροϋλικό για τα μερεμέτια και τις μικροεπισκευές που πιτηδευόταν ο πολυμήχανος νοικοκύρης του σπιτιού. Ο πάφιλας είχε δανείσει παλιά τ΄ όνομά του στο κατοστάρι (=100 δράμια κρασιού). Οι μπεκρήδες παράγγελναν: «κάπελα φέρε μας έναν πάφιλα κρασί».
Ο τενεκές έδωσε τ΄ όνομά του στο κλασσικό ορθογώνιο δοχείο τον αλλιώς λεγόμενο και γκαζοτενεκέ (=τενεκές πετρελαίου), χωρητικότητας 18 lit. Είναι το δοχείο που τα νοικοκυριά παλιά αποθήκευαν τη γλίνα από τον χριστουγεννιάτικο χοίρο και προμηθεύονταν το λάδι της χρονιάς τους και ενίοτε το τυρί που χρειάζονταν. Λένε ότι οι νιόπαντροι εδώ αποθήκευαν το γαμήλιον μέλι και όσοι τον… άνοιγαν κανονικά καλοπέρναγαν για ένα μικρό διάστημα, και περισσότερο καλοπέρναγαν… όσοι ορέγονταν να βρουν κάπου θαμμένον έναν τενεκέ γεμάτον λίρες από τα αντάρτικα.
Η πιο συνηθισμένη όμως χρήση του ήταν ως δοχείο μεταφοράς νερού με το χέρι, από τη βρύση του χωριού, αφού πρώτα τον άνοιγαν και του έβαζαν ένα ξύλο για χερούλι. Τέλος έδωσε το όνομα του ως σκουπιδοτενεκές στο δοχείο απορριμμάτων, το οποίο σπάνια είναι τενεκεδένιο. Ο γκαζοτενεκές είναι αυτός που αντικατέστησε το παλιό ξύλινο πηλοφόρι. Όσοι δουλέψαμε στις οικοδομές δεν έχουμε μαζί του καθόλου αγαπησιάρικες σχέσεις. Ο τενεκές ως μεταλλικό δοχείο επέστη στρατηγική ήτα από το αλουμίνιο και το πλαστικό και ως χρηστικό αντικείμενο, από την πλήρη εμπορευματοποίηση του λαδιού και του τυριού. Εκείνο όμως που ζει και βασιλεύει είναι οι τενεκέδες ως… ανθρώπινο είδος. Είναι αυτοί για τους οποίους λέει η παροιμία ότι «ο άδειος τενεκές κάνει περισσότερο θόρυβο» ή κατά την έκφραση του Απόστολου Παύλου: «χαλκός ηχών και κύμβαλον αλαλάζον». Είναι αυτοί που «τενεκέδες πάνε και γκαζοτενεκέδες γυρίζουν». Το είδος είναι αθάνατο και συμβατό με τους φυσικούς νόμους γιατί «η φύση ενδιαφέρεται τόσο για τη διαιώνιση του χρυσού όσο και των τενεκέδων».